- Βέλγιο
- Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές γραμμές είναι εκείνα που προήλθαν από την επανάσταση του 1830) βρέχεται προς Β από τη Βόρεια θάλασσα, Α εισδύει σαν σφήνα ανάμεσα στην Ολλανδία, στη Γερμανία και στο Λουξεμβούργο και Δ και ΝΔ συνορεύει με τη Γαλλία. Στο σύνολό τους, τα σύνορα αυτά έχουν μήκος 1.444 χλμ., από τα οποία μόνο το 4,5% αντιπροσωπεύεται από τις ακτές. Όσο για τα άλλα, πρόκειται για σύνορα που έχουν δημιουργηθεί τεχνητά με διάφορες συνθήκες, μία από τις οποίες είναι και η συνθήκη των Βερσαλιών (1919), που καθόρισε τα σημερινά σύνορα της χώρας με τη Γερμανία.Το νέο σύνταγμα του 1995 καθιέρωσε το ομοσπονδιακό σύστημα, χωρίζοντας τη χώρα σε τρεις ζώνες (Φλάνδρα, Βαλονία και Βρυξέλλες), οι οποίες περιλαμβάνουν δέκα επιμέρους επαρχίες (ήταν εννέα μέχρι το 1995) και 589 δήμους. Η Φλάνδρα (Vlaanderen, 5.940.251) αποτελείται από τις εξής επαρχίες (σε παρένθεση ο πληθυσμός του 2000): Δυτική Φλάνδρα (West-Vlaanderen, 1.128.774), Ανατολική Φλάνδρα (Oost-Vlaanderen, 1.361.623), Αμβέρσα (Antwerpen, 1.643.972), Λίμπουργκ (Limburg, 791.178) και Φλαμανδική Βραβάντη (Vlaams-Brabant, 1.014.704). Στη Βαλονία (Walloon, 3.339.516) περιλαμβάνονται οι επαρχίες Ενό (Hainaut, 1.279.467), Ναμίρ (Namur, 443.903), Λιέγη (Liège, 1.019.442), Λουξεμβούργο (Luxembourg, 246.820· δεν πρέπει να συγχέεται με το ομώνυμο μεγάλο δουκάτο) και Βαλονική Βραβάντη (Walloon Brabant, 349.884). Το εθνογλωσσικό σύνορο αποτελεί η ζώνη των Βρυξελλών (959.318).
Το διοικητικό σύστημα, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, βασίζεται σε συνδυασμό αιρετών συμβούλων και κρατικών υπαλλήλων που εκπροσωπούν την κεντρική εξουσία.Οι πλειοψηφούντες Φλαμανδοί (ολλανδόφωνοι) και οι Βαλόνοι (γαλλόφωνοι) είναι οι κυρίαρχες εθνικές ομάδες. Υπάρχει επίσης γερμανικός πληθυσμός, ενώ οι Βρυξέλλες είναι πλέον μια πολυφυλετική διεθνής μεγαλούπολη. Η φλαμανδική, η γαλλική και η γερμανική είναι οι τρεις επίσημες γλώσσες (η τελευταία έγινε επίσημη με το σύνταγμα του 1995, καθώς μέχρι τότε υπήρχε διγλωσσία). Η φλαμανδική είναι η γλώσσα του 56,1% του πληθυσμού. Το 32% μιλά τη γαλλική, ενώ μια μικρή μειονότητα του 1% μιλά τη γερμανική (το 11% δηλώνουν δίγλωσσοι). Στις Βρυξέλλες ισχύει επίσημα η διγλωσσία (αν και η πλειοψηφία είναι γαλλόφωνοι). Στις κρατικές υπηρεσίες χρησιμοποιούν και τις τρεις γλώσσες.Το πολίτευμα του Β. είναι μοναρχία (κατ’ αρρενογονία) με συνταγματικές βάσεις. Τη νομοθετική εξουσία ασκεί το κοινοβούλιο, που αποτελείται από τη γερουσία και τη βουλή. Την εκτελεστική εξουσία ασκεί θεωρητικά ο βασιλιάς, στην πραγματικότητα όμως η κυβέρνηση. Και επειδή η κυβέρνηση, για να μείνει στην εξουσία, πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής και της γερουσίας, είναι φανερό ότι στην πράξη και αυτή εκπορεύεται από το κοινοβούλιο. Μετά τις εκλογές του 1995, έγινε μια ριζική αναθεώρηση του συντάγματος που μείωσε τον αριθμό των αιρετών αντιπροσώπων, βουλευτών και γερουσιαστών. Έτσι, η βουλή αποτελείται πλέον από 150 μέλη, απευθείας αιρετά από τον λαό, και η γερουσία από 71, η εκλογή των οποίων γίνεται με ένα μεικτό σύστημα (ορισμένοι απευθείας αιρετοί και ορισμένοι αιρετοί από τα επαρχιακά συμβούλια). Οι βουλευτές εκλέγονται για μία τετραετία από όλους τους πολίτες που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους (η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική). Δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες παραχωρήθηκε το 1948. Δικαίωμα του εκλέγεσθαι έχει όποιος συμπληρώσει το 21ο έτος.
Μεγάλη αυτονομία έχουν και οι τοπικές (επαρχιακές) κυβερνήσεις, αιρετές και αυτές από τον λαό, στις οποίες επιπλέον αναγνωρίζεται το δικαίωμα ύπαρξης ξεχωριστών συμβουλίων για καθεμία από τις τρεις εθνικές-γλωσσικές κοινότητες (φλαμανδική-ολλανδική, βαλονική-γαλλική και γερμανική).Ο πολιτικός αγώνας περιστρέφεται κατά κανόνα στον ανταγωνισμό μεταξύ Φλαμανδών και Βαλόνων. Υπάρχουν 18 πολιτικά κόμματα. Τα δύο κυριότερα, το Χριστιανοδημοκρατικό και το Σοσιαλιστικό, έχουν τα οχυρά τους στη Φλάνδρα και τη Βαλονία, αντίστοιχα. Ισχυρά είναι επίσης και τα κόμματα Φιλελευθέρων και στις δύο κοινότητες. Αρχηγός του κράτους είναι από το 1993 ο Αλβέρτος Β’, ενώ πρωθυπουργός είναι ο Γκι Βερχόφσταντ, από το 1999.Η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική. Οι δικαστές ορίζονται από τον βασιλιά, είναι ισόβιοι και παύονται μόνο μετά από δικαστική απόφαση. Η δικαιοσύνη απονέμεται από το Ανώτατο Δικαστήριο (Άρειος Πάγος), με έδρα τις Βρυξέλλες, τα εφετεία (Βρυξελλών, Γάνδης, Αμβέρσας, Μονς και Λιέγης), 27 πρωτοδικεία και 222 ειρηνοδικεία. Τα ποινικά αδικήματα δικάζονται από ορκωτούς λαϊκούς δικαστές.Το 84% των Βέλγων είναι επίσημα ρωμαιοκαθολικοί. Οι μουσουλμάνοι είναι περίπου 250.000 (2,5%) και οι Εβραίοι 35.000. Υπάρχουν επίσης αρκετές χιλιάδες προτεστάντες. Η οργάνωση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο Β. περιλαμβάνει τις αρχιεπισκοπές –οι αρχιεπίσκοποι αυτοί φέρουν τον τίτλο του πριμάτου– Βρυξελλών και Μαλίν και επτά επισκοπές: της Αμβέρσας, της Μπριζ, της Γάνδης, της Χάσελτ, της Λιέγης, της Ναμίρ και της Τουρνέ. Στις Βρυξέλλες έχει την έδρα της και η Ιερά Μητρόπολη Βελγίου (βλ. λ.) της Ορθόδοξης Εκκλησίας.Το 1989 υπήρξε μια σημαντική αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα με την απελευθέρωση της πολιτειακής εκπαίδευσης για τους γαλλόφωνους, φλαμανδόφωνους και γερμανόφωνους κατοίκους. Η εκπαίδευση είναι κρατική, δημοτική και ιδιωτική. Υπάρχουν επτά κρατικά πανεπιστήμια, τρία φλαμανδικής γλώσσας και τέσσερα γαλλικής. Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική μεταξύ 6-16 ετών. Η μέση εκπαίδευση είναι εξαετής και χωρίζεται σε τρεις διετείς κύκλους.Η στρατιωτική θητεία ήταν υποχρεωτική μέχρι το 1994, και έκτοτε εθελοντική. Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας απασχολούν 39.420 άτομα (2001) στα σώματα του στρατού, της αεροπορίας και του ναυτικού. Το Β. ανήκει στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, ενώ οι Βρυξέλλες είναι η έδρα του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.Η κοινωνική πρόνοια υπάγεται σε μια κεντρική εθνική υπηρεσία κοινωνικής ασφάλισης, στην οποία καταβάλλονται υποχρεωτικά εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων. Η υπηρεσία παρέχει οικογενειακά επιδόματα, συντάξεις αναπηρίας και γήρατος, ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη και επιδόματα ανεργίας.Ανάμεσα στο υψίπεδο των Αρδενών και στη Βόρεια θάλασσα, το Β. αποτελεί τμήμα του βόρειου τμήματος της κεντρικής Ευρώπης, που αποτελείται από αρχαίους ορεινούς όγκους οι οποίοι κατέρχονται βαθμιαία στο παράκτιο βαθύπεδο. Το νότιο τμήμα της χώρας είναι το υπόλειμμα των αρχαίων παλαιοζωικών συρρικνώσεων, με σχηματισμούς που αντιπροσωπεύουν τις διάφορες περιόδους του σιλουρίου, του δεβονίου και του λιθανθρακοφόρου. Στους παλαιοζωικούς αυτούς σχηματισμούς προστέθηκαν από πάνω κατά τόπους οι ιζηματογενείς επικαλύψεις του μεσοζωικού, τις οποίες τα υδάτινα ρεύματα χάραξαν με βαθιές κοιλάδες. Επικρατούν τα κρητιδικά μαργώδη εδάφη, με ιουρασικές και τριασικές επιφανειακές αναδύσεις στο νοτιοανατολικό τμήμα. Κοντά στον ρου των ποταμών Σαμπρ και Μόσα, οι δευτερεύοντες σχηματισμοί εξαφανίστηκαν, ενώ αναδύθηκαν τα αρχικά εδάφη του λιθανθρακοφόρου, που εμφανίστηκαν και πάλι πέρα από το ποτάμιο βαθύπεδο, στη λεγόμενη βελγική λεκάνη. Η λεκάνη αυτή κατέρχεται με ελαφρά κυματοειδή εδάφη προς τα ΒΔ, όπου το αρχαίο βραχώδες υπόβαθρο καταβυθίστηκε και σκεπάστηκε από ισχυρές ιζηματογενείς επικαλύψεις. Προς το μέρος των ακτών επικρατούν πρόσφατες προσχώσεις του τεταρτογενούς, που διακόπτονται από χαμηλούς αμμώδεις λόφους με βαθιά και συνεχή αργιλώδη στρώματα. Το βορειοανατολικό τμήμα του Β. εισδύει τώρα πια στο γεωλιθολογικό και μορφολογικό συγκρότημα του ολλανδικού δέλτα, δηλαδή του βασικού επιπέδου προς το οποίο εκτείνεται το πιο αξιοσημείωτο τμήμα του υδρογραφικού συστήματος της κεντρικής Ευρώπης.Το βελγικό έδαφος αντιπροσωπεύει ένα τμήμα των παρυφών των αρχαίων ορεινών όγκων που σχημάτιζαν τη δομή της κεντρικής Ευρώπης. Νότια, αποτελείται από τις παραφυάδες του ρηνανικού σχιστολιθικού ορεινού όγκου που σχηματίζουν τα ανάγλυφα και τα υψίπεδα των Αρδενών· προς τα Β, εκτός από την αύλακα Σαμπρ-Μόσα, εκτείνεται μια πεδινή περιοχή που κατεβαίνει βαθμιαία προς το μεγάλο ολλανδικό δέλτα και αντιπροσωπεύει το τμήμα εκείνο των παρυφών του βαθυπέδου, που από τις ακτές της Βόρειας θάλασσας διευρύνεται προς Α, έως την καρδιά της Ευρώπης. Στη Φλάνδρα ιδιαίτερα, το τοπίο είναι γεμάτο από θίνες.Το Β. έχει κλίμα που στο σύνολό του μπορεί να χαρακτηριστεί ατλαντικό. Υπάρχουν όμως αισθητές διαφορές σε σχέση με το ύψος και την απόσταση από τη θάλασσα. Οι βροχοπτώσεις είναι καλά κατανεμημένες στους διάφορους μήνες του χρόνου, αλλά μόνο στην ακτή η παροχή είναι ωκεάνια, γιατί στο εσωτερικό είναι πιο αισθητή η επίδραση της ηπειρωτικής Ευρώπης, με περισσότερες θερινές βροχές. Ακόμα και η μορφή των ανέμων δείχνει την κυρίαρχη επίδραση του Ατλαντικού.Οι συνεχείς βροχοπτώσεις και η εκτεταμένη αδιαπερατότητα των εδαφών συντελούν ώστε οι ποταμοί του Β. να είναι γενικά πλούσιοι σε νερά. Σχεδόν κανείς όμως από αυτούς δεν ρέει ολόκληρος στο έδαφος της χώρας. Το μέσο και κάτω Β. στέλνει τα νερά του στον Σκάλδη (Σέλντε), που αν κι έχει τις πηγές του στη Γαλλία και τις εκβολές στην Ολλανδία, είναι πραγματικά ο κύριος βελγικός ποταμός. Στα νότια, ο Μόσας διασχίζει αρχικά το υψίπεδο των Αρδενών δημιουργώντας κλειστές κοιλάδες και ύστερα ακολουθεί διαμήκη πορεία, το πρώτο τμήμα της οποίας διαρρέεται από τον Σαμπρ, τον μοναδικό σπουδαίο παραπόταμό του από τα αριστερά. Οι βελγικοί ποταμοί είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους πλωτοί και αποτελούν σπουδαίες συγκοινωνιακές αρτηρίες. Η ρύπανση των υδάτων από βιομηχανικά απόβλητα έκανε την κυβέρνηση πιο ευαίσθητη σε περιβαλλοντικά θέματα. Υπάρχει πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος και εφαρμόζονται οι διεθνείς συμφωνίες.Το άνω Β., ιστορική περιοχή που αντιστοιχεί στο νότιο τμήμα της χώρας, καταλαμβάνεται κατά σημαντικό μέρος από το υψίπεδο των Αρδενών, με βαθιές κοιλάδες και τραχύ και υγρό κλίμα. Τα υψίπεδα που καλύπτονται ακόμα και σήμερα κατά ένα μέρος από δάση, είναι σχεδόν ομοιόμορφα και έχουν μέτρια ύψη (στο Χόες Φεν φτάνουν το μέγιστο ύψος των 694 μ.). Ο φυτικός δενδρώδης μανδύας αντιπροσωπεύεται κυρίως από πλατύφυλλα. Στα μεγαλύτερα ύψη απαντώνται και σημύδες. Η εσωτερική πλευρά του υψιπέδου, προς τη γαλλική και λουξεμβουργική μεθόριο, είναι μια μικρή περιοχή με κλίμα πιο ήπιο και καλύτερες γεωργικές συνθήκες. Προς τα ΒΔ οι Αρδένες κατέρχονται προς τον ρου του Μόσα με υψίπεδα που ορίζονται από συχνές ακτές. Πρόκειται για μεγάλα τμήματα αρχαίων δασών που εναλλάσσονται με βοσκότοπους και αγρούς δημητριακών. Το ποτάμι εκεί είναι μια φυσική συγκοινωνιακή αρτηρία μεταξύ Δ και Α: έτσι παρατηρείται μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού και έχουν αναπτυχθεί πολυάριθμα βιομηχανικά κέντρα, χάρη στα εκτεταμένα κοιτάσματα γαιάνθρακα.
Οι ιστορικές περιοχές Ενό, Βραβάντη και Εσμπέ σχηματίζουν το μέσο Β., που αποτελείται από ένα εκτεταμένο επίπεδο με ελαφρά κλίση προς τα ΒΔ, το οποίο καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα της χώρας. Υπάρχει πυκνό δίκτυο ποταμών και διωρύγων, που παρέχουν άφθονα νερά, για να αντισταθμίζουν τη σχετική αραιότητα των βροχοπτώσεων. Εδώ είναι ανεπτυγμένη η γεωργία και η κτηνοτροφία με κύρια καλλιέργεια τα ζαχαρότευτλα.
Προχωρώντας προς τα ΒΔ μπαίνουμε στη Φλάνδρα, μια πεδινή περιοχή, που διακόπτεται εδώ κι εκεί από απαλές κυματοειδείς εξάρσεις και διαρρέεται από τον Σκάλδη. Το έδαφος, αμμώδες και αργιλώδες στο μεγαλύτερο μέρος, δεν είναι πολύ εύφορο αλλά καλλιεργείται εντατικά με δημητριακά, λινάρι (πατροπαράδοτη καλλιέργεια), λυκίσκο και κτηνοτροφικά φυτά. Άλλοτε ήταν ανεπτυγμένη εδώ η οικοτεχνία δαντελών, για τις οποίες η Φλάνδρα ήταν ξακουστή στην Ευρώπη. Η σύγχρονη βιομηχανία συνέχισε εδώ την αρχαία τέχνη και επωφελήθηκε από το εργατικό δυναμικό.
Διαφορετική είναι η περιοχή της Καμπίν, ένα άγονο τμήμα πεδιάδας με αναβαθμίδες. Καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της χώρας, στα σύνορα με την Ολλανδία. Η εκμετάλλευση των ορυχείων, που έχει αρχίσει εδώ και 40 περίπου χρόνια, έχει τροποποιήσει βαθιά το τοπίο. Όλη η περιοχή που γειτνιάζει με τις ακτές έχει υποστεί βαθιές μεταμορφώσεις γιατί και εδώ, όπως και στην Ολλανδία, ο άνθρωπος αγωνίστηκε για μακρύ διάστημα κατά της θάλασσας. Χρειάστηκε να αποξηρανθούν τεράστιες εκτάσεις γαιών, που κατακλύζονταν πρωτύτερα κάθε τόσο από τους ποταμούς ή τη θάλασσα, κατασκευάστηκαν διώρυγες και διαρρυθμίστηκε όλο το υδρογραφικό δίκτυο της Φλάνδρας.
Η παράκτια αυτή λωρίδα αποτελείται από μια σειρά τμημάτων εδάφους που αποξηράνθηκαν από τη θάλασσα, τα πόλντερ, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για εντατική καλλιέργεια και κτηνοτροφία. Στις εσωτερικές παρυφές των θινών έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμα αλιευτικά κέντρα. Οι ψαράδες γίνονται για ορισμένο διάστημα και δραστήριοι καλλιεργητές της γης.Τα πιο παλαιά ανθρώπινα ίχνη που βρέθηκαν στο Β. ανάγονται στον άνθρωπο του Νεάντερταλ· σπάνια και μικρής σπουδαιότητας είναι τα λείψανα του ανώτερου παλαιολιθικού και του νεολιθικού. Πολυάριθμα είναι τα ευρήματα των λιμναίων πασσαλωτών κατοικιών στη δυτική Φλάνδρα και στη Βραβάντη, που διήρκεσαν έως την εποχή του σιδήρου (Νέκερσπεελ, Άουστρουβεελ, Κόντιχ).
Τις πρώτες ασφαλείς πληροφορίες για τους κελτικούς πληθυσμούς μάς τις δίνει ο Ιούλιος Καίσαρας. Οι μεταναστεύσεις που οφείλονταν στη ρωμαϊκή κατάκτηση είχαν αποτέλεσμα να εκλατινιστεί τελείως η περιοχή· αργότερα, όταν στις βόρειες πεδιάδες εγκαταστάθηκαν γερμανικοί πληθυσμοί, το κελτορωμαϊκό στοιχείο κατέφυγε στα νότια υψίπεδα, όπου μπόρεσε να διατηρήσει για μεγάλο διάστημα τη γλώσσα του. Από την αρχαία αυτή κατανομή, η διγλωσσία χαρακτηρίζει ακόμα και σήμερα τους κατοίκους του Β.: στα βόρεια μιλούν τη φλαμανδική (καθαρά γερμανικής προέλευσης) και στα νότια τη βαλονική (όμοια με τη γαλλική διάλεκτο της Πικαρδίας).
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο παρατηρήθηκε μεγάλη εισροή μεταναστών που πήγαιναν για να εργαστούν στις βιομηχανίες και στα ορυχεία. Υπάρχουν και Βέλγοι που μεταναστεύουν: προπάντων στη Γαλλία, όπου ασχολούνται με τη γεωργία ή βρίσκουν δουλειά στις βιομηχανίες. Στις παραμεθόριες περιοχές, η μετανάστευση αυτή είναι διαδεδομένη. Άλλοτε, ήταν πολύ πιο συχνή.
Μεγάλος αριθμός των 85.000 Βέλγων που έμεναν στο πρώην Βελγικό Κονγκό (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) επαναπατρίστηκε την εποχή των βίαιων ταραχών, που οδήγησαν στην ανεξαρτησία (30 Ιουνίου 1960) την αφρικανική αυτή χώρα.Το 1831, όταν το Β. αποτέλεσε ανεξάρτητο κράτος, ο πληθυσμός του έφτανε τους 3.785.000 κατοίκους· το 1914, στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, ήταν 7.500.000. Αργότερα, ο ρυθμός της δημογραφικής αύξησης επιβραδύνθηκε. Το 2001 ο πληθυσμός ήταν 10.263.414 κάτ. με ετήσιο ρυθμό αύξησης 0,16%. Το προσδόκιμο ζωής είναι 74,6 χρόνια για τους άντρες και 81,4 για τις γυναίκες. Το φλαμανδικό στοιχείο διατηρεί μεγαλύτερη δημογραφική ζωτικότητα και τείνει να υπερισχύσει αριθμητικά έναντι του βαλονικού (55% έναντι 33%).
Η επίδραση των φυσικών συνθηκών είναι φανερή στην κατανομή του πληθυσμού. Η πιο πυκνοκατοικημένη είναι η επαρχία των Βρυξελλών· παραμένει αντίθετα κάτω από το μέσο η πυκνότητα των επαρχιών Λιέγης, Λίμπουργκ, Λουξεμβούργου και Ναμίρ. Ζώνες με μεγάλη πυκνότητα είναι όλα τα βιομηχανικά διαμερίσματα, από τη Μονς στη Σαρλερουά και στη Λιέγη, κατά μήκος της μεγάλης αύλακας Σαμπρ-Μόσα· άλλες ζώνες με μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού βρίσκονται κατά μήκος της κοιλάδας του Σκάλδη, στην περιοχή μεταξύ Γάνδης και Αμβέρσας. Συνολικά, η μέση πυκνότητα στη χώρα είναι 315 κάτ. ανά τ. χλμ. Στο Β. επικρατεί βασικά η βιομηχανική οικονομία και η αστική ζωή είναι παραδοσιακή. Το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που ασχολείται με τη γεωργία είναι 3%, αλλά στα αγροτικά κέντρα ζει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό πολιτών που δεν ασχολείται με τη γεωργία. Αυτό οφείλεται στο ιδιαίτερα καλό δίκτυο συγκοινωνιών που επιτρέπει στους βιομηχανικούς εργάτες να πηγαίνουν καθημερινά για δουλειά στην πόλη.
Σε όλο σχεδόν το άνω Β. και στην Εσμπέ ο αγροτικός πληθυσμός ζει σε χωριά. Η Δυτική Φλάνδρα και κατά ένα μέρος η Ανατολική είναι αντίθετα αραιοκατοικημένες. Στις βαλονικές περιοχές είναι πολυάριθμα τα μικρά κέντρα στα οποία δεσπόζει ένα κάστρο. Στην παράκτια ζώνη και στα πόλντερ βρίσκουμε συχνά μεγάλα αγροκτήματα, ενώ στο λοφώδες τμήμα (εκτός από την περιοχή της Εσμπέ) επικρατεί ο μεικτός οικισμός: συχνά οι μεμονωμένες κατοικίες είναι διατεταγμένες σε κανονικές γραμμές κατά μήκος των δρόμων και ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας χωριά με χαρακτηριστική γραμμική τοπογραφική δομή, που ονομάζονται εύστοχα χωριά του δρόμου.Η δημιουργία των πρώτων πόλεων στο Β. οφείλεται στους Ρωμαίους· ακόμα και σήμερα είναι δυνατόν να αναγνωριστούν σε μερικά τοπωνύμια τα αρχαία ονόματα. Στο βόρειο τμήμα, αντίθετα, διαδόθηκαν οι villae που σε ορισμένες περιπτώσεις σήμερα αντιστοιχούν σε αγροτικές κοινότητες. Κατά τον Μεσαίωνα, χάρη στη γειτνίασή τους με τη θάλασσα και στην ακμάζουσα υφαντουργία, αναπτύχθηκαν προπάντων οι πόλεις της Φλάνδρας. Με την ίδρυση της μεγάλης σύγχρονης βιομηχανίας, τέλος, πολλές πόλεις (Οστάνδη, Μπριζ, Γάνδη, Λιέγη και Αμβέρσα) γνώρισαν μια δεύτερη και οριστική ανάπτυξη. Ωστόσο, παρά την υψηλή σημερινή στάθμη εκβιομηχάνισης, το βελγικό πολεοδομικό φαινόμενο έχει σχετικά περιορισμένες διαστάσεις, γιατί το αξιόλογο δίκτυο μεταφορών και οι μικρές αποστάσεις επιτρέπουν γρήγορη σύνδεση ανάμεσα στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο. Στη δομή της βελγικής πόλης ξεχωρίζει πάντοτε το παλιό ιστορικό κέντρο, που χωρίζεται από τις καινούργιες συνοικίες με πλατιές λεωφόρους, εκεί όπου άλλοτε υψώνονταν τα κυκλικά τείχη και που, με τη σειρά τους, συνδέονται κι αυτές με τα περίχωρα με ακτινωτούς δρόμους. Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας είναι οι Βρυξέλλες, η Αμβέρσα και η Λιέγη (για περισσότερες πληροφορίες για τις συγκεκριμένες πόλεις, βλ. αντίστοιχα λήμματα).Κατέχοντας προνομιακή θέση, ανάμεσα στη Βόρεια θάλασσα, τη ρηνοβεστφαλική λεκάνη και τον βιομηχανικό γαλλικό βορρά, το Β. επωφελήθηκε από μεγάλα ρεύματα του διεθνούς εμπορίου. Η ένταση των ανταλλαγών και ο υψηλός βαθμός εκβιομηχάνισης επέτρεψαν στη μικρή αυτή χώρα να φτάσει τις πιο ανεπτυγμένες της Ευρώπης. Η παρουσία εκτεταμένων και πλούσιων κοιτασμάτων άνθρακα, σε συνδυασμό με την ευκολία των συγκοινωνιών, επέτρεψαν τη γρήγορη και έντονη εμφάνιση της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αι. που κατόπιν επεκτάθηκε σε διάφορες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η αποικιακή εμπειρία του Κονγκό ενίσχυσε τις ήδη ισχυρές εμπορικές δομές που, σε συνδυασμό με τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές αγορές, βρήκαν μια πηγή τροφοδότησης και μια υπερπόντια διέξοδο. Οι συνέπειες των δύο παγκοσμίων πολέμων και η απώλεια της αφρικανικής αποικίας αποκάλυψαν μερικά από τα προβλήματα τοπικού και οργανωτικού τύπου που είχαν σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Το πρόβλημα μεταξύ της φλαμανδικής και της βαλονικής κοινότητας, ιδιαίτερα, πήρε σημαντικές διαστάσεις στην εσωτερική πολιτική μόνο κατά την περίοδο ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, για να γίνει έπειτα μόνιμο τις τελευταίες δεκαετίες. Ο βασικός λόγος των προστριβών είναι οικονομικός και όχι εθνικός ή γλωσσικός. Πραγματικά, κατά τον 19ο αι. η υπεροχή του βαλονικού στοιχείου εξασφαλιζόταν από την επέκταση στις νότιες επαρχίες της βιομηχανίας άνθρακα και σιδήρου, ενώ στις βόρειες περιοχές της χώρας επικρατούσαν συνθήκες λιγότερο ευνοϊκές για την ανάπτυξη μιας βιομηχανίας ορυκτών και περιορίζονταν κυρίως στη γεωργία και στην υφαντουργία. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, οι τότε καθυστερημένες φλαμανδικές περιοχές ευνοήθηκαν από την ύπαρξη άριστων διεξόδων προς τη θάλασσα, την ευκολία των συγκοινωνιών και την αφθονία ειδικευμένων εργατών. Οι επενδύσεις, που συνήθως προέρχονταν από το εξωτερικό, δημιούργησαν μια μοντέρνα βιομηχανία, τεχνολογικά προοδευμένη και με μεγάλη παραγωγικότητα. Παράλληλα, με την αύξηση των παγκόσμιων συναλλαγών, το εμπόριο ενισχύθηκε συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη των λιμανιών της Αμβέρσας και της Γάνδης. Αντίθετα, οι νότιες περιοχές υπέστησαν βαρύτατα πλήγματα από την κρίση του άνθρακα που είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών ορυχείων και συναφών βιομηχανιών, που δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις οργανικές μεταβολές της ζήτησης. Το φαινόμενο, κοινό σε όλες τις ανθρακοπαραγωγικές χώρες της δυτικής Ευρώπης, επιδεινώθηκε εδώ από μια πολιτική επιδοτήσεων που, αντί να λύσει το πρόβλημα, καθυστέρησε τη λύση του.
Σήμερα το Β., παρά την οικονομική ανάπτυξη στη δεκαετία του 1980, αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα με την οικονομική ύφεση που παρατηρήθηκε σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες κατά τη δεκαετία του 1990. Οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν πολιτική λιτότητας για να επιτύχουν τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη.
Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) του Β. έφτασε τα 226.600 εκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2000. Το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν 25.900 δολάρια τον ίδιο χρόνο.
Η γεωργία απασχολεί περίπου το 3% του ενεργού πληθυσμού, η βιομηχανία το 28% και ο τομέας των υπηρεσιών το 64%. Τα βασικά γεωργικά προϊόντα είναι ζαχαρότευτλα, δημητριακά και πατάτες. Οι Βέλγοι κτηνοτρόφοι εκτρέφουν κυρίως αγελάδες (3,4 εκατ.), χοίρους (7 εκατ.) και κοτόπουλα (30,5 εκατ.). Ένα σημαντικό μέρος των εξαγωγών του Β. είναι σε γαλακτοκομικά προϊόντα. Ο σίδηρος, τα επεξεργασμένα διαμάντια, η αυτοκινητοβιομηχανία, τα ηλεκτρονικά, η κλωστοϋφαντουργία και τα χημικά προϊόντα είναι οι κυριότεροι βιομηχανικοί κλάδοι. Η ενέργεια του Β. στηρίζεται κατά 60% σε πυρηνικά εργοστάσια, αλλά η απόφαση της κυβέρνησης να περιορίσει την παραγωγή οδήγησε τα τελευταία χρόνια στην αύξηση της χρήσης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ως πηγών ενέργειας. Ο πληθωρισμός είναι περίπου 3,1% (2000), αλλά η ανεργία εξακολουθεί να είναι το βασικό πρόβλημα της χώρας αφού φτάνει το 8,2%.Παρά την περιορισμένη έκταση των καλλιεργήσιμων εδαφών και τη χαμηλή γονιμότητα μερικών περιοχών, η γεωργία, ευνοούμενη από ένα εύκρατο στο σύνολό του κλίμα, είναι αξιόλογη. Πρόκειται για μια πραγματικά τεχνητή γεωργία, που γίνεται συχνά σε θερμαινόμενα θερμοκήπια και σε εδάφη δημιουργημένα από τους ανθρώπους με εγγειοβελτιωτικά έργα και τα οποία σήμερα καλλιεργούνται ορθολογικά και αρδεύονται. Στην οργάνωση της αγροτικής δραστηριότητας επικρατεί παντού η μικρή ιδιοκτησία με οικογενειακό χαρακτήρα. Η έκταση των κτημάτων είναι σχετικά μικρή. Στις περισσότερο ευνοημένες περιφέρειες από κλιματική άποψη και γονιμότητα του εδάφους, η εντατική καλλιέργεια θυμίζει περισσότερο κηπουρική παρά γεωργία. Εξαιτίας της συνεχούς μείωσης των εργαζομένων στη γεωργία, οι παραγωγοί στηρίζονται στον υψηλό βαθμό μηχανοποίησης. Η αγροτική πολιτική της βελγικής κυβέρνησης, όπως έχει η κατάσταση, προσανατολίστηκε προς τον περιορισμό της καλλιέργειας δημητριακών, που μπορούν να εισαχθούν σε χαμηλές τιμές, και την επέκταση των κτηνοτροφών και των κηπευτικών, που έχουν μεγαλύτερη απόδοση. Η καλλιέργεια της πατάτας είναι διαδεδομένη σχεδόν παντού. Τα ζαχαρότευτλα καλλιεργούνται στα αργιλώδη εδάφη και στα πόλντερ. Χαρακτηριστικές της Φλάνδρας είναι οι καλλιέργειες του λιναριού, του καπνού και του κιχωρίου του καφέ.Η κτηνοτροφία, διαδεδομένη σε όλη τη χώρα, διαθέτει σύγχρονο και εξαιρετικά μηχανοποιημένο εξοπλισμό, χρησιμοποιεί επιμελημένες ζωοτροφές, εκλεκτές ράτσες, αντιπροσωπεύει περίπου τα 2/3 του αγροτικού εισοδήματος και καλύπτει σχεδόν στο σύνολο τις εσωτερικές ανάγκες σε κρέας και γάλα. Αυξάνεται ο αριθμός των βοοειδών και αναπτύσσεται η χοιροτροφία, ενώ ελαττώθηκε ο αριθμός των αλόγων, αλλά αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η πτηνοτροφία, που εξυπηρετείται από μια άριστα οργανωμένη και δραστήρια εμπορική οργάνωση: το Β. είναι από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς αβγών του κόσμου.Οι Κάτω Χώρες στη ρωμαϊκή και φραγκική εποχή. Πρώτοι κάτοικοι του Β. ήταν οι Βέλγες, λαός γαλατικής καταγωγής, που χάρη στις πολεμικές του αρετές κατάφερε να αντισταθεί στις επιδρομές των Γερμανών, των Κίμβρων και των Τευτόνων και δεν υποτάχθηκε στον Ιούλιο Καίσαρα παρά μόνο μετά από πεισματικό αγώνα. Ήταν χωρισμένοι σε 15 φυλές, στις οποίες είχαν αναμειχθεί επίσης πολλά γερμανικά και κελτικά φύλα. Όπως μαρτυρεί και ο Στράβων, ήταν από τότε εξαιρετικά πολυάριθμοι: «εις τριάκοντα μυριάδας εξετάζεσθαι φασί των Βελγών πρότερον των δυναμένων φέρειν όπλα».
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η χώρα ονομάστηκε βελγική επαρχία ή Βελγική Γαλλία (Gallia Βelgica) και αποτέλεσε μέρος της μεγάλης Γαλατίας. Η χώρα έμεινε υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία μέχρι τον 5ο αι. οπότε υποτάχθηκε στους Φράγκους. Από τότε και μέχρι τον 9ο αι., το Β. ακολούθησε τις τύχες των φραγκικών κτήσεων. Μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου του Ευσεβούς (843) η χώρα μοιράστηκε με τη συνθήκη του Βεροδούνου (Βερντέν) μεταξύ του Καρόλου του Φαλακρού και του Λοθαρίου, βασιλιά της Ιταλίας. Κατά τους κατοπινούς αιώνες εκδηλώθηκαν και εκεί, όπως και αλλού, οι τάσεις ανεξαρτησίας των φεουδαρχών.
Η φεουδαρχική εποχή. Στην κομητεία της Φλάνδρας, οι διάδοχοι του Βαλδουίνου του Σιδηρόχειρος (864-879) επεξέτειναν τις κτήσεις τους έτσι που στα τέλη του 10ου αι. τα ανατολικά σύνορα ήταν στον Σκάλδη. Μετά τη βασιλεία του Αρνόλφου της Καρινθίας, οι εγχώριες δυνάμεις επικράτησαν και άρχισε η πλήρης φεουδαρχική περίοδος, με την κληρονομική μεταβίβαση των αξιωμάτων. Τότε, η αριστοκρατία έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της: από τον Γοδεφρείδο ντε Μπουγιόν, έναν από τους σημαντικότερους αρχηγούς της πρώτης σταυροφορίας, έως τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας που έγινε και αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης.
Η ενίσχυση των κοινοτήτων στη Φλάνδρα. Κατά τον 12ο αι. συνέβησαν άγριοι οικογενειακοί αγώνες που ταράξαν την ειρήνη στη Φλάνδρα, με ξένες επεμβάσεις (γαλλικές και αγγλικές) που επέτρεψαν στους κατοίκους των πόλεων να αποκτήσουν διαρκώς μεγαλύτερη δύναμη στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων. Εμφανίστηκαν οι πρώτες αγροτικές κοινότητες που απέκτησαν προνόμια και αναπτύχθηκαν με το εμπόριο που γινόταν χάρη στα πρώτα μεγάλα λιμάνια (Μπριζ, Γάνδη κ.ά.). Η Λιέγη και οι πόλεις της Φλάνδρας προέβαλαν πολιτικές διεκδικήσεις· ένα σύστημα φορολογικών απαλλαγών, το keure, τους έδωσε το δικαίωμα να αυτοδιοικούνται. Η κοινότητα έγινε αληθινό κράτος με δική του πολιτοφυλακή και αιρετά σώματα. Οι λαϊκές μάζες είχαν οργανωθεί, κατά το δεύτερο μισό του 13ου αι., σε συντεχνίες με δική τους διοίκηση και είχαν δικούς τους δικαστές. Μια τέτοια οργάνωση έφερε, τόσο στο Β. όσο και στην Ολλανδία, μεγάλη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη. Κατά τον Εκατονταετή πόλεμο, που άρχισε ακριβώς στη Φλάνδρα, ο πατρίκιος Γιάκομπ Βαν Άρτεβελντε πέτυχε την αναγνώριση της ουδετερότητας της κομητείας και συνεργάστηκε με τις τρεις πόλεις, Γάνδη, Μπριζ και Ιπρ, για να ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα.
Το 1369, η Φλάνδρα –φέουδο τότε του γαλλικού βασιλείου–, η Βραβάντη, το Λίμπουργκ και, αργότερα, το Λουξεμβούργο, περιήλθαν στον βουργουνδικό οίκο. Μετά τον θάνατο του τελευταίου δούκα της Βουργουνδίας Καρόλου (1477) οι βελγικές του κτήσεις περιήλθαν στην κόρη του Μαρία της Βουργουνδίας που παντρεύτηκε τον αρχιδούκα της Αυστρίας και έπειτα αυτοκράτορα της Γερμανίας Μαξιμιλιανό Β’. Ο Μαξιμιλιανός ανέθεσε την αντιβασιλεία στον γιο του Φίλιππο, ο οποίος με τη συνετή καθοδήγηση τοπικών συμβούλων (Γουλιέλμος του Κρουά) κράτησε το κράτος έξω από τη σύγκρουση μεταξύ των Αψβούργων και της Γαλλίας και υπέγραψε (1496) εμπορική συνθήκη με την Αγγλία. Όταν έγινε αυτοκράτορας ο εγγονός της Μαρίας, Κάρολος Ε’, η Φλάνδρα αποτέλεσε τμήμα του ισπανικού κράτους των Αψβούργων. Μετά την παραίτηση του Καρόλου Ε’ (1556) η κυριαρχία των Αψβούργων στις Κάτω Χώρες αυξήθηκε σημαντικά. Το επισκοπικό πριγκιπάτο της Λιέγης έγινε σύμμαχος του αυτοκράτορα, που στις 26 Ιουνίου 1548 πέτυχε την έγκριση από την αυτοκρατορική Δίαιτα της συμβάσεως της Αυγούστας, με την οποία οι Κάτω Χώρες και η Ελεύθερη Κομητεία αποτέλεσαν ανεξάρτητο κράτος.
Η Μεταρρύθμιση και η επανάσταση κατά της Ισπανίας. Το προτεσταντικό κίνημα εισχώρησε στις Κάτω Χώρες με την υποστήριξη και των ισπανοεβραϊκής καταγωγής εμπόρων, των μαράνος. Το 1520 εκδόθηκε ένα καταδικαστικό έδικτο και το 1523 έγιναν οι πρώτες εκτελέσεις. Αργότερα εκδόθηκαν νέα έδικτα εναντίον των Αναβαπτιστών (1535) και του καλβινισμού (είναι περίφημο το Δελτίο του αίματος του 1550). Από το 1530 έως το 1572 τα θύματα των διωγμών ήταν 877.
Ο Φίλιππος Β’, όταν διαδέχτηκε τον πατέρα του, εγκατέλειψε τη χώρα για την Ισπανία (25 Αυγούστου 1559), αφήνοντας τη διοίκηση στην αδελφή του Μαργαρίτα της Πάρμας, με ρητή εντολή να επιβάλει την απολυταρχία εξισπανίζοντας τους θεσμούς. Μετά από αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και ταραχές που κατέληξαν στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο (1567), ο οποίος έληξε με τη συντριβή των καλβινιστών, ο Φίλιππος ανακάλεσε τη Μαργαρίτα και έστειλε στις Βρυξέλλες τον δούκα της Άλμπα που σχημάτισε το Συμβούλιο των συνομωσιών, που αργότερα ονομάστηκε Συμβούλιο του αίματος για την αγριότητά του. Γρήγορα εκτελέστηκαν 84 άτομα, έπειτα αποκεφαλίστηκαν 18 ευγενείς. Τρία ολόκληρα χρόνια οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν με άγρια μανία, ενώ στις επαρχίες οι καλβινιστές αντάρτες άρχισαν κλεφτοπόλεμο. Στο μεταξύ, αντάρτες ναυτικοί και ψαράδες κατέλαβαν τη Λα Μπριέλ (1 Απριλίου 1572) δίνοντας το σύνθημα για μια εξέγερση που γρήγορα εξαπλώθηκε, ενώ ο Γουλιέλμος της Οράγγης με τη βοήθεια των ουγενότων εισέβαλε στη χώρα. Στις 19 Ιουλίου, οι επαρχίες της Ολλανδίας και της Ζέελαντ τον ανακήρυξαν κυβερνήτη. Έτσι άρχισε πραγματικός πόλεμος εναντίον των Ισπανών. Επανειλημμένες προσπάθειες συμβιβασμού δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα και στις 8 Νοεμβρίου 1576 οι επαρχίες υπέγραψαν την Ειρήνη της Γάνδης. Ο Δον Ιωάννης ο Αυστριακός, νέος διοικητής, προσπάθησε να λύσει διπλωματικά την κατάσταση, αλλά χωρίς αποτέλεσμα: οι καθολικοί και οι καλβινιστές ήταν πια σε πολύ εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους. Οι καθολικοί των νότιων κρατών υπέγραψαν με τον Φίλιππο Β’ μια χωριστή συμφωνία (Σύμβαση του Αράς, 1579) που επικύρωνε τις αρχικές παραχωρήσεις.
Η περίοδος της ισπανικής και αυστριακής κυριαρχίας. Σε απάντηση στη Σύμβαση του Αράς, τα κράτη του Βορρά (Ολλανδία, Ζέελαντ, Ουτρέχτη, Γκέλντερλαντ, Οβερέισελ, Φρισία, Γκρόνινγκεν, η πόλη της Μπριζ, η Γάνδη, η Αμβέρσα, οι Βρυξέλλες κ.ά.) υπέγραψαν στις 23 Ιανουαρίου 1579 την Ένωση της Ουτρέχτης. Έτσι γεννήθηκε η Δημοκρατία των Επτά Επαρχιών και άρχισε ο χωρισμός του Β. και της Ολλανδίας. Τα κράτη της Ένωσης της Ουτρέχτης αποδεσμεύτηκαν από τον Φίλιππο στις 26 Ιουλίου 1581 κηρύσσοντάς τον έκπτωτο. Από τότε οι πολεμικές επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν σε μεγάλη κλίμακα. Στις 16 Αυγούστου 1585 διασπάστηκαν οριστικά οι 17 επαρχίες σε δύο μέρη. Το 1621 το Β. ξαναγύρισε στην Ισπανία. Ο πόλεμος που ξανάρχισε τότε τερματίστηκε με την Ειρήνη της Βεστφαλίας (Μίνστερ, 30 Ιανουαρίου 1648). Οι Ηνωμένες Επαρχίες πέτυχαν την αναγνώριση της ανεξαρτησίας τους και πήραν τη βόρεια Βραβάντη, τη ζηλανδική Φλάνδρα και το Μάαστριχτ. Η Ολλανδία συνέχισε την οικονομική της ανάπτυξη, ενώ το Β. περνούσε μια περίοδο μαρασμού. Έπειτα, η πάλη συνεχίστηκε με τον Γουλιέλμο Β’ και μόνο με την Ειρήνη των Πυρηναίων αποκαταστάθηκε μια περίοδος ειρήνης. Η κατάσταση έγινε επικίνδυνη όταν αναγγέλθηκε η διανομή του Β. μεταξύ Γαλλίας και Ολλανδίας, αλλά τελικά αυτό παρέμεινε στην Ισπανία με τη συνθήκη του Ρέισουεϊκ (1697). Με τον πόλεμο για την ισπανική διαδοχή, το Β. πέρασε από την Ισπανία στην Αυστρία (1714) και σταθεροποιήθηκαν τα νότια σύνορα, που εξακολουθούν να είναι τα σημερινά.
Μετά τον θάνατο του Καρόλου ΣΤ’ (1740), άρχισε ο πόλεμος της αυστριακής διαδοχής. Το 1745, το Β. έγινε πολεμικό πεδίο όλης της Ευρώπης. Μετά τη μάχη του Φοντενουά (11 Μαΐου), ενσωματώθηκε στη Γαλλία. Η ειρήνη του Εξ-λα-Σαπέλ που ακολούθησε απέδωσε στην Αυστρία τις Κάτω Χώρες, με διοικητή τον Κάρολο της Λορένης, που κυβέρνησε με φρόνηση 36 χρόνια. Μετά τον θάνατο της Μαρίας Θηρεσίας (1780), ο γιος της Ιωσήφ Β’ επεξέτεινε και στο Β. την πολιτική του φωτισμένου δεσποτισμού. Στις 17 Οκτωβρίου 1781, εξέδωσε το έδικτο της ανεξιθρησκίας που επέτρεπε τους μεικτούς γάμους, αφαίρεσε τις ληξιαρχικές πράξεις από τον κλήρο και κατάργησε τις επισκοπικές ιερατικές σχολές ιδρύοντας γενικά ιεροδιδασκαλεία στη Λουβέν. Τα μέτρα αυτά, όμως, καθώς και άλλα με κοινωνικό χαρακτήρα δεν δόθηκαν στους Βέλγους που προέβαλαν σοβαρή αντίσταση στις συγκεντρωτικές τάσεις του Ιωσήφ Β’, η οποία κατέληξε σε ένοπλη εξέγερση (1788), που καταπνίγηκε μετά από δύο χρόνια.
Η προσάρτηση στη Γαλλία. Η Γαλλική επανάσταση είχε μεγάλη επίδραση στον βελγικό λαό. Όταν οι Αυστριακοί προσπάθησαν να εισβάλουν –μέσα από το βελγικό έδαφος– στην επαναστατημένη Γαλλία, προκάλεσαν (1792) την εισβολή των γαλλικών στρατευμάτων στο Β. καθώς και την προσάρτησή του σε αυτή. Η χώρα διαιρέθηκε τότε σε εννέα επαρχίες. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα (1814) και μετά τους σχετικούς διακανονισμούς που ακολούθησαν το Συνέδριο της Βιέννης (1815), το Β. αποτέλεσε τμήμα του βασιλείου των Κάτω Χωρών, υπό το σκήπτρο του Γουλιέλμου Α’, πρίγκιπα της Οράγγης-Νάσαου, που –παρά τις αδιαμφισβήτητες προσπάθειές του– δεν κατάφερε να εξαφανίσει την αντίθεση μεταξύ των δύο κοινοτήτων, απέσπασε όμως το Λίμπουργκ και το τμήμα εκείνο του Λουξεμβούργου που σήμερα αποτελεί το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία. Η διαρκώς πιο βίαιη αντίσταση των Βέλγων προκάλεσε στις Βρυξέλλες μια σύγκρουση (25 Αυγούστου 1830) που οδήγησε στην επανάσταση. Οι Ολλανδοί αναγκάστηκαν να αποσυρθούν και τότε συνήλθε ένα εθνικό συνέδριο για να δώσει στο κράτος νέο σύνταγμα. Το συνέδριο κάλεσε στον θρόνο τον Λεοπόλδο της Σαξονίας-Κοβούργου-Γκότα. Η διάσκεψη του Λονδίνου (1831) αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Β. και την ουδετερότητά του. Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση δεν είχε σταθεροποιηθεί και μόλις το 1839 οι συμφωνίες έγιναν δεκτές απ’ όλους. Τα επόμενα 75 χρόνια η βελγική πολιτική εστίασε στο πώς να παραμείνει έξω από τις διεθνείς συγκρούσεις και ζυμώσεις. Κατά την περίοδο αυτή δεν έλειψαν οι αιτίες εξωτερικών και εσωτερικών εντάσεων, αλλά η ειρήνη διατηρήθηκε και οι δημοκρατικές αρχές επιβάλλονταν ολοένα περισσότερο. Το 1876 ο Λεοπόλδος Β’ άρχισε να εφαρμόζει την κατακτητική του πολιτική στην κεντρική Αφρική.
Ο Α’ και ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος. Τη νύχτα της 3ης προς 4η Αυγούστου 1914, η Γερμανία, παραβιάζοντας τη βελγική ουδετερότητα, μπήκε στη χώρα και κατέλαβε τη Λιέγη και το Ναμίρ. Παρά τη γενναία αντίστασή τους, τα βελγικά στρατεύματα (μόλις 117.000 άνδρες) με επικεφαλής τον βασιλιά Αλβέρτο, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Μέχρι τον Οκτώβριο, και παρά τις βαριές τους απώλειες, τα βελγικά στρατεύματα αντιστέκονταν πεισματικά. Στις 13 Οκτωβρίου, όμως, ο βασιλιάς συμπτύχθηκε με τα συντάγματά του στον Ιζέρ· άφησε τη γύρω πεδιάδα και συγκράτησε έτσι τον εχθρό που δεν μπόρεσε ποτέ, τέσσερα ολόκληρα χρόνια, να περάσει τον ποταμό. Οι Γερμανοί, που είχαν καταλάβει όλη τη χώρα εκτός από μια μικρή ζώνη της δυτικής Φλάνδρας, επέβαλαν λογοκρισία, κατάργησαν τις συνταγματικές ελευθερίες, καταλήστευσαν οικονομικά τη χώρα με τις επιτάξεις, διαλύοντας και καταστρέφοντας τις σιδηροβιομηχανίες. Επιβλήθηκαν βαρύτατες εισφορές για τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Το 1916-17 οι κατακτητές στρατολόγησαν στα Τάγματα Πολιτικών Εργατών 120.000 εργάτες, από τους οποίους τους μισούς έστειλαν στη Γερμανία. Στα ηθικά βασανιστήρια που επέβαλαν οι κατακτητές προσθέτονταν και τα επισιτιστικά. Η γερμανική κατοχή ανάγκασε τη βελγική κυβέρνηση να μεταφέρει την έδρα της πρώτα στην Αμβέρσα και ύστερα στην Οστάνδη και στη Χάβρη. Ο βελγικός στρατός όμως είχε ανασυγκροτηθεί και πολέμησε πάλι στο πλευρό των Συμμάχων. Με τη συνθήκη των Βερσαλιών (1919) το Β. πέτυχε την προσάρτηση των καντονιών του Επέν και του Μαλμεντί και την παραχώρηση του Μορενέ· και στην Αφρική την εντολή της διοίκησης της Ρουάντα και του Μπουρούντι.
Κατά την εποχή του μεσοπολέμου, η ανασυγκρότηση ανακόπηκε με την οικονομική κρίση του 1926, αλλά με διάφορες συντονισμένες ενέργειες τα δημόσια οικονομικά αποκαταστάθηκαν τελείως. Η κατάσταση είχε επανέλθει σχεδόν στην ομαλότητα κατά την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Στον μεσοπόλεμο, το Β. είχε ενταχθεί στην ευρωπαϊκή πολιτική εξέλιξη, μετέχοντας στις κυριότερες συνθήκες και σύμφωνα. Το 1927, το Β. διαιρέθηκε, σύμφωνα με τη γλωσσική του σύνθεση, σε δύο τμήματα: το φλαμανδικό (με πρωτεύουσα τις Βρυξέλλες) και το βαλονικό (με πρωτεύουσα το Ναμίρ). Με την άνοδο του Χίτλερ, σημειώθηκε αναζωπύρωση του φλαμανδικού εθνικισμού και ο Ντεγκρέλ ίδρυσε το φασιστικών τάσεων Ρεξιστικό Κόμμα. Το 1939, όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες, το Β. προσπάθησε να διατηρήσει την ουδετερότητά του, ενώ προχωρούσε συστηματικά στην επιστράτευση 600.000 ανδρών. Στις 10 Μαΐου 1940, για δεύτερη φορά μέσα σε 25 χρόνια, οι Γερμανοί εισέβαλαν στο Β., το οποίο στις 28 Μαΐου αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, αν και ο αγώνας συνεχίστηκε στην Αφρική στο πλευρό των Συμμάχων. Η κατοχή της χώρας ήταν τρομακτική. Η αντίσταση οργανώθηκε, ενθαρρυμένη από την εξόριστη κυβέρνηση, ενώ ο βασιλιάς Λεοπόλδος Γ’ παρέμενε αιχμάλωτος των Γερμανών. Στις 5 Φεβρουαρίου 1945 το Β. απελευθερώθηκε πάλι, αλλά μόνο στις 8 Μαΐου, μετά τη συνθηκολόγηση των Γερμανών, αποκαταστάθηκε η ειρήνη.
Η νεότερη εποχή. Από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, το Β. αναγνωρίστηκε ως κατεξοχήν χώρα της διεθνούς συνεργασίας στην Ευρώπη. Είναι ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι γλωσσικές διενέξεις επιδεινώθηκαν με την πολιτική και την οικονομική πόλωση που σημειώθηκε ανάμεσα στην ολλανδόφωνη Φλάνδρα στον βορρά και τη γαλλόφωνη Βαλονία στον νότο. Ο πληθυσμός της Φλάνδρας υποστήριζε παραδοσιακά το συντηρητικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CVΡ) και την εθνικιστική Λαϊκή Ένωση (VU), ενώ η Βαλονία υπήρξε από παράδοση προπύργιο των σοσιαλιστών. Τα μεγάλα κόμματα έχουν διαφορετικά γαλλόφωνα και φλαμανδικά τμήματα, ενώ οι πρώτες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της περιφερειακής αυτονομίας εισήχθησαν το 1971, και το 1973 θεσμοποιήθηκε η γλωσσική ισότητα στην κεντρική κυβέρνηση. Για αρκετά χρόνια το γλωσσικό ζήτημα και τα δικαιώματα της κάθε πλευράς στο εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς και ο ρόλος της εκκλησίας, αποτέλεσαν την κυριότερη αιτία αδυναμίας σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων. Ο πληθυσμός του Β. είναι κατανεμημένος σε γενικές γραμμές κατά 55% στη Φλάνδρα, κατά 35% στη Βαλονία και κατά 10% στις Βρυξέλλες.
Το 1977, ο Λέο Τίντεμανς σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα, τους σοσιαλιστές και άλλους. Οι προτάσεις της κυβέρνησής του για αποκέντρωση δεν έγιναν δεκτές και ο Τίντεμανς παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο και ανέλαβε επικεφαλής προσωρινής κυβέρνησης ο Πολ Μπούιναντς. Η διαμάχη για το ειδικό καθεστώς των Βρυξελλών οδήγησε σε εξάμηνη κρίση, η οποία λύθηκε με νέα κυβέρνηση συνασπισμού το 1979, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Βίλφριντ Μαρτένς. Η διένεξη γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, καθώς και οι οικονομικές δυσκολίες οδήγησαν σε διαδοχικές κυβερνήσεις συνασπισμού και ο Μαρτένς αντιμετώπισε σφοδρές επικρίσεις για την αποδοχή της εγκατάστασης πυρηνικών πυραύλων του ΝΑΤΟ στο Β. Στα τέλη του 1980 ο Μαρτένς σχημάτισε πάλι κυβέρνηση κεντροδεξιάς αντιμετωπίζοντας τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων καθώς και του ειρηνιστικού κινήματος για το ζήτημα των πυραύλων.
Σε μια θλιβερή παρένθεση, τον Μάιο του 1985, σημειώθηκε στο στάδιο Χέιζελ των Βρυξελλών μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία του αθλητισμού, όταν στον ποδοσφαιρικό αγώνα για τον τελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών Ευρώπης μεταξύ της αγγλικής Λίβερπουλ και της ιταλικής Γιουβέντους, οι συγκρούσεις μεταξύ των οπαδών είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 39 ατόμων (από πτώση κερκίδας).
Οι διενέξεις ανάμεσα στα βαλονικά (γαλλόφωνα) και τα φλαμανδικά (ολλανδόφωνα) κόμματα του συνασπισμού οδήγησαν στην κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού το 1987 και, μολονότι στις επόμενες εκλογές οι σοσιαλιστές σημείωσαν ορισμένα κέρδη, οι μακρόχρονες διαπραγματεύσεις οδήγησαν και πάλι, για όγδοη φορά, σε κυβέρνηση συνασπισμού με επικεφαλής τον Βίλφριντ Μαρτένς, τον Μάιο του 1988. Ο πεντακομματικός συνασπισμός προχώρησε σε μέτρα λιτότητας, αλλά και σε μια διαδικασία ομοσπονδοποίησης του Β. Το κοινοβούλιο ψήφισε τους πρώτους νόμους αυτού του σχεδίου και στο πλαίσιό του οι Βρυξέλλες απέκτησαν ισότιμο καθεστώς με τη Φλάνδρα και τη Βαλονία.
Το 1990, μια ιδιότυπη συνταγματική κρίση συγκλόνισε το Β. Το κοινοβούλιο ψήφισε τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, όμως ο βασιλιάς Μποντουέν είχε δηλώσει ότι οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ως πιστού καθολικού, δεν του επέτρεπαν να υπογράψει το σχετικό διάταγμα. Η λύση βρέθηκε με την επίκληση άρθρου του συντάγματος που προέβλεπε την «ανικανότητα του μονάρχη να κυβερνά». Ο Μποντουέν παραιτήθηκε για 36 ώρες, στη διάρκεια των οποίων ψηφίστηκε το νομοθεσία και αμέσως μετά συγκλήθηκε το κοινοβούλιο που διακήρυξε την επιστροφή του βασιλιά στα καθήκοντά του. Νέα εσωτερική κρίση ανάμεσα στα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού οδήγησε στην παραίτηση Μαρτένς και σε γενικές εκλογές το 1991, οι οποίες έδειξαν σημαντική μείωση για όλα τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. Αντίθετα, ένα νέο κόμμα της άκρας δεξιάς, το Φλάαμς Μπλοκ, το οποίο υποστήριζε την απόσχιση της Φλάνδρας και την εκδίωξη των ξένων μεταναστών, κατάφερε να εκλέξει 12 βουλευτές (επί 212 τότε) σημειώνοντας τη μεγαλύτερη αύξηση της δύναμής του.
Η νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Ζαν-Λικ Ντεάν δεσμεύτηκε να συμπληρώσει τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που είχαν ξεκινήσει με τον Μαρτένς. Τον Φεβρουάριο του 1993 το κοινοβούλιο ψήφισε την τροπολογία του συντάγματος ώστε να δημιουργηθεί το ομοσπονδιακό κράτος του Β., το οποίο περιλαμβάνει στο εξής τις ευρύτατα αυτόνομες περιοχές της Φλάνδρας, της Βαλονίας και των Βρυξελλών.
Τον Ιούλιο του 1993 πέθανε ο βασιλιάς Μποντουέν και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του, πρίγκιπας Αλβέρτος της Λιέγης. Το 1994 ένα μεγάλο σκάνδαλο δωροδοκιών συγκλόνισε το Β. και τρεις υπουργοί, μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, παραιτήθηκαν. Ο υπουργός Εξωτερικών Βίλι Κλας αρνήθηκε την ανάμειξή του στο σκάνδαλο και τον Σεπτέμβριο έγινε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ. Λίγο αργότερα, όμως, τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν επιβάρυναν τη θέση του, η βελγική βουλή ψήφισε τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής και ο Βίλι Κλας αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του στο ΝΑΤΟ. Στις ευρωεκλογές του 1994 τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού είδαν τη δύναμή τους να μειώνεται, ενώ αυξήθηκε η δύναμη των Φιλελευθέρων, αλλά και ακροδεξιών κομμάτων. Ιδιαίτερα στις τοπικές εκλογές, σε ορισμένες πόλεις του Β., όπως στην Αμβέρσα, το Φλάαμς Μπλοκ αύξησε εντυπωσιακά τη δύναμή του και αναδείχτηκε πρώτο κόμμα. Εκλογές έγιναν και πάλι το 1999 και κατέληξαν σε κεντροαριστερή κυβέρνηση συνασπισμού, από την οποία για πρώτη φορά απουσίαζε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα.Το φλαμανδικό και βαλονικό στοιχείο, που τόσο έντονα διατηρούνται στο Β. μέχρι σήμερα, προσδιορίζουν καθαρά και την ύπαρξη δύο αντίστοιχων, παράλληλων και ξεχωριστών λογοτεχνιών. Έτσι συνυπάρχουν δύο πολιτιστικές τάσεις με αντιπροσωπευτικό πόλο τις Βρυξέλλες, την πρωτεύουσα, που είναι δίγλωσση σε κάθε εκδήλωσή της.
Λογοτεχνία στη γαλλική γλώσσα. Στις ρίζες των δύο λογοτεχνιών βρίσκονται δύο αριστουργήματα: Το τραγούδι της Αγίας Ευλαλίας (La cantilène de Sainte Εulalie) και το Τραγούδι του Λουδοβίκου (Ludwigslied). Και τα δύο γράφτηκαν από έναν αντιγραφέα του 9ου αι. στο Σεν-Αμάν. Στα πλαίσια της πρωταρχικής λογοτεχνίας στα γαλλικά συναντώνται και τα Η ζωή του Αγίου Ελαφρού (La Vie de Saint Léger) και Ο μύθος του Αγίου Αλεξίου (La Légende de Saint Αlexis), σε βαλονική γραφή. Δίπλα στην παραγωγή εκκλησιαστικο-μοναχικής προέλευσης αναπτύσσεται από τον 11ο αι. και έπειτα μια πλούσια σε όγκο ηρωική λαϊκή λογοτεχνία. Το πέρασμα από τη βουργουνδική εποχή στην αυτοκρατορία του Καρόλου Ε’, κατόπιν στην ισπανική κυριαρχία και τέλος στην αυστριακή αφήνει κι εδώ τα ίχνη του. Ο Φιλίπ Βαν Μάρνιξ ντε Σεν Αλντεγκόντ (1540-1598) γράφει το έργο Πίνακας των διαφορών της θρησκείας (Τableau des différends de la religion), μια σατιρική αλληγορία του καθολικισμού. Τόσο η βαλονική όσο και η φλαμανδική λογοτεχνία παρακμάζουν μέχρι τη Γαλλική επανάσταση και τη ναπολεόντεια κατάκτηση. Μόνο μετά την ελευθερία του 1830 σημειώνεται κάποια σχετική κίνηση, τόσο στη μία όσο και στην άλλη γλώσσα. Πριν από αυτό το έτος-ορόσημο για το Β., μόνο μία αξιόλογη μορφή παρουσιάστηκε στα γαλλικά γράμματα: ο πρίγκιπας Σαρλ-Ζοζέφ Λιν (1735-1814), στρατάρχης της αυτοκρατορίας, με τα Στρατιωτικά, λογοτεχνικά και αισθηματικά ανάμεικτα (Μélanges Μilitaires, Littéraires et Sentimentaux).
Η κύρια βελγική λογοτεχνία εκδηλώνεται όμως με τον Σαρλ Ντε Κοστέ (1827-1879), γεννημένο στο Μόναχο της Βαυαρίας από Φλαμανδό πατέρα και Βαλόνη μητέρα. Υπάρχει σχεδόν μια προαναγγελία ενότητας σε αυτό τον αφηγητή που τραγουδάει τον θρύλο του Ουλενσπίγκελ (Ulenspiegel).
Η βελγική λογοτεχνία παίρνει νέα ώθηση με την έκδοση του περιοδικού Νέο Βέλγιο (Jeune Βelgique, 1880), του οποίου εμψυχωτής υπήρξε ο Μαξ Βαλέ. Σε αυτό παρουσιάστηκαν μορφές όπως ο Καμίλ Λεμονιέ (1844-1913). Ξεχωριστή θέση είχαν οι Φλαμανδοί που έγραψαν στη γαλλική γλώσσα, ενώ πιο εσωτερικοί και ονειροπόλοι εμφανίζονται οι Βαλόνοι αφηγητές. Πάντως, χρειάστηκε να φτάσει ο Μορίς Μέτερλινκ (1862-1949, βραβείο Νομπέλ 1911) με τα συμβολικά του δράματα για να δώσει στη βελγική λογοτεχνία και στο θέατρο παγκόσμια απήχηση. Άλλοι αξιόλογοι συγγραφείς ήταν ο Ανρί Μισό στη λυρική ποίηση, ο Ζορζ Σιμενόν (1903-1989) στο αστυνομικό μυθιστόρημα και ο Σαρλ Πλινιέ (1896-1952), που δημοσίευσε ένα βιβλίο διεθνούς απήχησης, τα Ψεύτικα διαβατήρια (Faux Ρasseports), για το οποίο τιμήθηκε το 1937 με το βραβείο Γκονκούρ.
Λογοτεχνία στη φλαμανδική γλώσσα. Εκτός από το Τραγούδι του Λουδοβίκου (Ludwigslied), που είναι το αριστούργημα των απαρχών της φλαμανδικής λογοτεχνίας, υπάρχουν και άλλα μεσαιωνικά δημιουργήματα που ξεχωρίζουν, όπως η Αλεπού του Ράινερντε (Van den Vos Reinaerde) και η Βeatrijs. Ο Γιαν Βαν Ρέισμπρουκ (1293-1381), γνωστός για τα μυστικοπαθή γραπτά του, άφησε πολλές πραγματείες στις οποίες καθρεφτίζεται η αγνότητα και το βάθος της εσωτερικής του ζωής. Αλλά πρέπει να φτάσει η Αναγέννηση για να βρεθεί μια ρωμαλέα ουμανιστική μορφή, όπως εκείνη του Τζούστο Λίψιο (Γιόοστ Λιψ, 1547-1606), που έγραψε στα λατινικά, ή ένας συγγραφέας όπως ο Γιόοστ Βαν ντεν Βόντελ (1587-1679), δραματουργός, που οι γονείς του ήταν από την Αμβέρσα. Έπειτα, για δύο αιώνες, η φλαμανδική λογοτεχνία σχεδόν εξαφανίζεται από το προσκήνιο και μόνο στα μέσα του 19ου αι. σημειώνεται μια ανανέωση, με τα έργα του Χέντρικ Κονσιάνς (1812-1883), που άνοιξαν τον δρόμο για τον Γκουίντο Γκεζέλε (1830-1899), έναν μοναχό που βελτίωσε τη λογοτεχνική γλώσσα εμπλουτίζοντάς την με τα στοιχεία της δυτικής φλαμανδικής διαλέκτου. Στο μεταξύ παρουσιαζόταν σιγά-σιγά στο Β. με το περιοδικό Πράγματα του σήμερα και του αύριο (Van Νu en Straks), που ιδρύθηκε από τον Ογκίστ Βερμέιλεν (1872-1945), μια νέα γενιά συγγραφέων που συμμετείχαν ενεργά στην ευρωπαϊκή κουλτούρα. Ο Στέιν Στρέεβελς και ο Κάρεν Βαν ντε Βουστέινε (1878-1929) υπήρξαν οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι αυτού του νέου κύματος. Ο Φέλιξ Τίμερμανς, συγγραφέας των περιπετειών του Ρallieter (1916), ακολουθεί την παράδοση, αντίθετη με το γαλλικό πνεύμα.
Η σύγχρονη λογοτεχνία. Η σύγχρονη φλαμανδική λογοτεχνία γεννήθηκε με τα μυθιστορήματα του Χέρμαν Τάιρλινκ (Ηerman Τeirlinck, 1879-1967) και εδραιώθηκε με τα έργα των Βίλεμ Έλσκοτ (Willem Elsschot, 1882-1960), Γκέραρντ Βάλσαπ (Gerard Walschap, 1898-1989), Μάρνιξ Γκίζσεν (Μarnix Gijsen, 1899-1984) και Λουί-Πολ Μπουν (Louis-Ρaul Βoon, 1912-1979). Η ανανέωσή της επήλθε χάρη στους Ούγκο Κλάους (Ηugo Claus, 1929 –), Γουάρντ Ρίισλινγκ (Ward Ruyslink, 1929 –), Ούγκο Ράες (Ηugo Raes, 1929 –), Ζεφ Γκεέραερτς (Jef Geeraerts, 1930 –) κ.ά. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς δεν έχουν τίποτα κοινό με αυτό που θεωρείται τυπικά φλαμανδική λογοτεχνική παράδοση, δηλαδή κυρίως αφηγηματική, με θέματα από την αγροτική ζωή και προσκολλημένη στην καθημερινότητα. Αντίθετα, οι νέες γενιές ενδιαφέρονται για όλα τα θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο, συνδέοντας το ενδιαφέρον αυτό με πολιτικοκοινωνικές προβληματικές. Όσον αφορά το πολιτιστικό κλίμα, το επίπεδο της λογοτεχνικής κριτικής και εκείνο της εκδοτικής οργάνωσης, αποτελούν από τη μεταπολεμική περίοδο και ύστερα μια βασική διαφορά μεταξύ της Ολλανδίας και του ολλανδόφωνου Β. Πράγματι, το εμπόριο βιβλίων στη Φλάνδρα συνεχίζει να κυριαρχείται από τις ολλανδικές εκδόσεις, ενώ την ίδια στιγμή μεγάλο μέρος της φλαμανδικής λογοτεχνίας δεν καταφέρνει να βρει μια θέση στην ολλανδική αγορά. Επίσης, τα έργα διάσημων Φλαμανδών συγγραφέων, όπως για παράδειγμα αυτά των Μπουν και Κλάους, δημοσιεύονται συνήθως από ολλανδικούς εκδοτικούς οίκους. Η απουσία μεγάλων εκδοτικών οίκων και η έλλειψη λογοτεχνικών επιθεωρήσεων και σοβαρών περιοδικών κριτικής αποτελούν την αιτία πολλών απογοητεύσεων για τους Βέλγους Φλαμανδούς συγγραφείς. Ωστόσο, οι αντιδράσεις σε αυτό το πολιτιστικό κενό δεν λείπουν, όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τα έργα των συγγραφέων που ωρίμασαν στη δεκαετία του 1960 καθώς και από το πρόσφατο κίνημα των ποιητών, των λεγομένων Μaximalen. Η αβέβαιη αυτή πολιτιστική κατάσταση έχει πάντως σοβαρές επιπτώσεις στην τεχνική που υιοθετεί η φλαμανδική λογοτεχνία. Παρακινημένη από μια έντονη ένδεια, που εκτός από πολιτικοκοινωνική είναι συνάμα πολιτιστική, η πεζογραφία καταλήγει να κυριαρχείται από την υποκειμενική τάση της μετατροπής και της επεξεργασίας μιας ιδιαίτερης γλώσσας. Αυτή είναι η περίπτωση των μυθιστορημάτων και των θεατρικών έργων του Πολ Κόεκ (Ρaul Κoeck, 1941 –) αλλά και του Πίετ Βαν Άκεν (Ρiet Van Αken, 1930-1984), του Λισιέν Στασάερτ (Lucien Stassaert, 1939 –) και του Βάλτερ Βαν ντεν Μπρόεκ (Walter van den Βroeck, 1941 –), τα έργα των οποίων μαρτυρούν ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τα πολιτικοκοινωνικά ζητήματα, το οποίο εκφράζεται σε υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο. Στην ποίηση κυριαρχεί το έργο του Ούγκο Κλάους (Ηugo Claus), ενώ αξίζει να μνημονευθούν επίσης τα έργα των Πολ Σνόεκ (Ρaul Snoeck, 1933-1981), Ούγκο Περνάτ (Ηugues C. Ρernath, 1931-1975), Χέρμαν ντε Κόνινκ (Ηerman de Coninck) καθώς και τα έργα της ομάδας Μaximalen. Στον τομέα αυτό, η αντίθεση μεταξύ Ολλανδίας και Β. είναι πολύ σαφέστερη απ’ ό,τι στην πεζογραφία: ενώ στην ολλανδική ποίηση δεσπόζει η εγκεφαλικότητα, η κατασκευή και η απόσταση, στη φλαμανδική ποίηση κυριαρχούν το συναίσθημα και η συγκίνηση σε ένα ύφος κυρίως μπαρόκ.Οι πρώτες αρχιτεκτονικές εκδηλώσεις της ρομανικής τέχνης. Όταν μιλάμε για φλαμανδική τέχνη, εννοούμε την τέχνη που αναπτύχθηκε στις χώρες που αποτελούν το σημερινό Β.: την κομητεία της Φλάνδρας, τη Βραβάντη, το Λίμπουργκ, τα πριγκιπάτα της Λιέγης και της Ενό, το δυτικό Λουξεμβούργο και τη Ναμίρ. Δύο φορές στην ιστορία αγγίζουν το ύψιστο σημείο ανάπτυξης: πρώτα κατά τον 13ο αι. υπό την ηγεμονία των δουκών της Βουργουνδίας και μετά ανάμεσα στον 16ο και τον 17ο αι.
Δύο ρυθμοί επικράτησαν στην αρχιτεκτονική: ο ρυθμός του Μόσα με ρηνανική επίδραση και ο σκαλδικός, εμπνευσμένοι από τα φραγκορομανικά πρότυπα. Τα αρχαιότερα δείγματα αρχιτεκτονικής που διασώζονται σε βελγικό έδαφος, ανάγονται στον 10ο αι. Ανήκουν σε μια αυστηρή και λιτή τεχνοτροπία που, παρά τις μεταγενέστερες γοτθικές προσθήκες, διατηρούν ίχνη από τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική έμπνευση. Ο καθεδρικός ναός της Τουρνέ είναι χτισμένος κατά μεγάλο μέρος σε καθαρά ρομανικό ρυθμό, αλλά η κάπως ποικιλμένη και ελαφρότερη γραμμή του απομακρύνεται αισθητά από τα χαρακτηριστικά πρότυπα της αυστηρής ρομανικής αρχιτεκτονικής της νότιας Ευρώπης. Αξιόλογο μνημείο ρομανικής αρχιτεκτονικής είναι ο πύργος των κομήτων της Γάνδης (1180).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν –από την άποψη της αρχιτεκτονικής γλυπτικής– η πόρτα του ναού της Τουρνέ και το Βαπτιστήριο της εκκλησίας Σεν-Μπαρτελεμί στη Λιέγη, έργο του Ρενιέ ντε Ιί (1113).
Η γοτθική τέχνη με τη γαλλική επίδραση. Η γοτθική αρχιτεκτονική ακολούθησε τα γαλλικά πρότυπα, όπως ήταν επόμενο, αν σκεφτεί κανείς τη μηδαμινή απόσταση που χωρίζει τις δύο χώρες. Ανάμεσα στα χαρακτηριστικότερα μνημεία της τέχνης αυτής είναι η εκκλησία της Νοτρ-Νταμ-ντε Παμέλ στο Αουντενάαρντε (1238-42), του Σεν Πολ στη Λιέγη, της Νοτρ-Νταμ της Τονγκρ (1240-41) κ.ά. Αξιόλογες γοτθικές, φλαμανδίζουσες εκκλησίες υπάρχουν τόσο στις Βρυξέλλες (Σεν-Γκουντούλ) όσο και σε άλλες πόλεις. Πολλές εκκλησίες χτίστηκαν ανάμεσα στον 11ο και τον 14ο αι., αλλά μεγαλύτερη πρωτοτυπία παρουσιάζουν τα κοσμικά οικοδομήματα της εποχής, κυρίως τα μεγάλα κτίρια των αγορών, τα κοινοτικά καταστήματα, το ανάκτορο των πριγκίπων-επισκόπων της Λιέγης και το θαυμάσιο κτίριο του χρηματιστηρίου της Αμβέρσας (1531).
Γιαν Βαν Άικ (αρχές 15ου αι.). Η φλαμανδική ζωγραφική άρχισε να εμφανίζεται και να ξεχωρίζει μόνο προς το τέλος του 12ου αι. Αργότερα, η φλαμανδική ζωγραφική αρχίζει να αποκτά δική της προσωπικότητα που εκδηλώνεται τόσο στις μινιατούρες όσο και στα μεγάλα έργα, με μια βαθμιαία αποδέσμευση από την παρισινή σχολή του 14ου αι. Τα ονόματα που λάμπρυναν πρώτα τη φλαμανδική τέχνη ήταν εκείνα του Μέλχιορ Μπρούντερλαμ και των αδελφών Λίμπουργκ (περ. 1400), που δούλεψαν στην υπηρεσία των δουκών της Βουργουνδίας. Η μεγάλη προσωπικότητα όμως της εποχής είναι ο Γιαν Βαν Άικ (περ. 1390-1441) που παρουσίασε τα έργα του κάτω από το φως μιας καθημερινής πραγματικότητας, πιο ανθρώπινης. Η επιβεβαίωση της προσωπικότητάς του και της ιστορικής της σημασίας, σε σχέση με εκείνη του αδελφού του Χούμπερτ, έγινε αντικείμενο ατέρμονων συζητήσεων από μέρους των ιστορικών. Η σχολή της Μπριζ που ιδρύθηκε από τον Γιαν Βαν Άικ, προαναγγέλλει την εκπληκτική ανάπτυξη της φλαμανδικής ζωγραφικής του 15ου αι. Η απήχηση της τέχνης του ξεπέρασε τα σύνορα του τόπου του και σήμερα έργα του βρίσκονται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Ρομπέρ Καμπέν και Ρότζερ Βαν ντερ Βάιντεν (15ος αι.). Οι Ιταλοί χρονικογράφοι Τσιριάκο ντ’ Ανκόνα (1449), Φάτσιο (1454-55) και Τζοβάνι Σάντι (1485) αναφέρουν μαζί με το όνομα του Βαν Άικ και εκείνο κάποιου Ρότζερ από τις Βρυξέλλες, μαθητή του, γνωστότατου ζωγράφου, του οποίου όμως δεν διατηρήθηκε κανένα έργο με την υπογραφή του. Πολλοί μάλιστα αποδίδουν στον Ρότζερ Βαν ντερ Βάιντεν (περ. 1400-64) μια σειρά έργων ομάδας καλλιτεχνών που έζησαν την ίδια εποχή. Άλλοι μάλιστα προσπάθησαν να προσδιορίσουν και κάποιον άλλο καλλιτέχνη που λένε πως είναι ο αληθινός δημιουργός των πρώτων έργων που αποδίδονται στο Βαν ντερ Βάιντεν. Αναφέρουν λοιπόν το όνομα του Ρομπέρ Καμπέν (περ. 1380-1444). Ο Βαν ντερ Βάιντεν ίδρυσε στις Βρυξέλλες, όπου εργάστηκε από το 1435, μια σχολή με βασικό χαρακτηριστικό μία έντονα δραματική ερμηνεία της εικόνας.
Πέτρους Κρίστους και Ντιρκ Μπόουτς (15ος αι.). Ο αμεσότερος συνεχιστής της τέχνης του Γιαν Βαν Άικ είναι ο Πέτρους Κρίστους (περ. 1410-1472/3). Στα πρώτα έργα του παραμένει πιστός στον Βαν Άικ, ενώ αργότερα αρχίζει να ξεχωρίζει στο έργο του η επιρροή της ιταλικής Αναγέννησης. Τα αντιπροσωπευτικότερα από τα έργα του βρίσκονται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον, σε ιδιωτική συλλογή στη Νέα Υόρκη και στα μεγάλα δυτικοευρωπαϊκά μουσεία. Στο δεύτερο μισό του 15ου αι. δεν παρατηρείται αποφασιστική καμπή στην εξέλιξη της τέχνης. Ο Ντιρκ Μπόουτς (1415/1420-75) είναι ο πρώτος ζωγράφος που μπορεί να θεωρηθεί συνεχιστής της γενιάς του Βαν ντερ Βάιντεν και του Κρίστους. Καταγόταν από το ολλανδικό Χάρλεμ και από τα πρώτα κιόλας έργα του φαίνεται η επιρροή του Βαν ντερ Βάιντεν.
Τζούστο της Γάνδης και Ούγκο Βαν ντερ Χους (τέλη 15ου αι.). Από την τελευταία ήδη δεκαετία της ζωής του Ντιρκ Μπόουτς ανατέλλουν δύο νέοι ζωγράφοι: ο Τζούστο της Γάνδης (κατά πληροφορίες, μεταξύ 1460 και 1475) και ο Ούγκο Βαν ντερ Χους. Ο τελευταίος φαίνεται πως γεννήθηκε στην πόλη Χους, μεταξύ 1440 και 1450 και πέθανε το 1482.
Χανς Μέμλινγκ (τέλη 15ου αι.). Ο Χανς Μέμλινγκ ήταν γερμανικής καταγωγής (περ. 1435-1494), δούλεψε στην Μπριζ κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι. και το έργο του θεωρήθηκε η πιο χαρακτηριστική μαρτυρία της ιδιοφυΐας των πριμιτίφ της Φλάνδρας. Πάντως, με το έργο του η φλαμανδική ζωγραφική του αιώνα αυτού κινδύνεψε να στραφεί προς τον ακαδημαϊσμό, με μια φανερή προσήλωση στην παράδοση του Βαν Άικ που θεωρήθηκε ανυπέρβλητη σε τεχνική και ύφος. Άμεσος συνεχιστής του Μέμλινγκ μπορεί να θεωρηθεί ο Γκέραρντ Νταβίντ (περ. 1460-1523). Με το έργο του συγγενεύει και η δημιουργία του Ζαν Προβό (1472-1529).
Ρωμαϊστές (16ος αι.). Οι θρησκευτικές ταραχές που ξέσπασαν στις Κάτω Χώρες την εποχή εκείνη ανάγκασαν πολλούς καλλιτέχνες να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και να μεταναστεύσουν στην Ιταλία όπου δέχτηκαν άμεσα την επίδραση της ιταλικής Αναγέννησης. Το γεγονός αυτό ανανέωσε τη φλαμανδική παράδοση που τώρα χαρακτηριζόταν από έναν ιταλικίζοντα μοντερνισμό. Η Αμβέρσα έγινε σπουδαίο κέντρο ανάπτυξης των νέων τάσεων και εκεί δούλεψαν οι Κεντέν Μέτσεϊς ή Μάσεϊς (1466-1530) και Φρανς Φλόρις. Δεν πρέπει επίσης να παραληφθεί το έργο του Ζοακίμ Πατινιέ (περ. 1480-1524), που θεωρείται ζωγράφος φανταστικών τοπίων. Καθαρός οπαδός της σχολής της Ρώμης είναι ο Μπέρναρτ Βαν Όρλι (περ. 1490-1541), ζωγράφος της αυλής των Βρυξελλών που ακολουθεί πιστά τις ιδέες της ρωμαϊκής Αναγέννησης του Ραφαήλ. Σύγχρονός του είναι ο Γιόος Βαν Κλέβε (περ. 1485-1540). Παράλληλα με το έργο των ζωγράφων αυτών της ιταλικής σχολής, εμφανίζεται ο Γιαν Γκόσααρτ, ο επιλεγόμενος Μαμπίζ (περ. 1478-1532) με την εξεζητημένη φορμαλιστική ζωγραφική του. Ανάμεσα στους μανιεριστές της Αμβέρσας πρέπει να αναφερθούν μερικοί που εξάρθηκαν σε πιο πρωτότυπες δημιουργίες: Πίτερ Άαρτσεν (1508-1575), Μίχελ Κόξιε (1499-1592), Λαμπέρ Λομπάρ (1506-1566), Πιέτερ Πούρμπες (1523-1584), Φρανς Φλόρις (1516-1570) κ.ά.
Η δυναστεία των Μπρέγκελ (16ος αι.). Αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος Φλαμανδός καλλιτέχνης του 16ου αι. ήταν ο Πιέτερ Μπρέγκελ ο πρεσβύτερος (περ. 1525-1569). Η δραστηριότητά του εκδηλώνεται ήδη από το 1558. Ο Μπρέγκελ ανακαλύπτει πάλι τη μαγευτική καθημερινή πραγματικότητα, καταλαβαίνει την ελπίδα και τον πόνο της αληθινής ζωής, της ζωντανής σάρκας που μιλάει, ανασαίνει και αισθάνεται. Στα έργα του καθρεφτίζεται η ζωή των Φλαμανδών που πιέζονται υπό την ξένη κατοχή. Το έργο του Μπρέγκελ τοποθετείται στο ίδιο ύψος με εκείνο του Βαν Άικ.
Ο αιώνας του Ρούμπενς και η σχολή του Καραβάτζιο (17ος αι.). Ο αιώνας αυτός χαρακτηρίζεται από την ξεχωριστή προσωπικότητα του Πιέτερ Πάουλ Ρούμπενς. Γεννημένος στο Ζίγκεν της Βεστφαλίας στις 28 Ιουνίου 1577, δουλεύει ήδη από το 1598 στην Αμβέρσα. Βασικό ρόλο στη διαμόρφωση του έργου του έπαιξε η μακρά παραμονή του στην Ιταλία, κατά την οποία μελέτησε με προσοχή το έργο των βενετσιάνων ζωγράφων του 16ου αι., κυρίως του Τιτσιάνο και του Βερονέζε, και επωφελήθηκε από τη μελέτη του έργου του Καραβάτζιο που τότε ζούσε ακόμα στη Ρώμη. Η πληρότητα του φωτός, της μορφής και του χρώματος φανερώνουν έναν καθαρό αισθησιακό και παγανιστικό κόσμο που κυριαρχείται από τη χαρά της ζωής. Ζωγράφισε πολυάριθμους πίνακες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μεγάλες συνθέσεις. Επιδόθηκε επίσης με ιδιαίτερη επιτυχία και στην προσωπογραφία. Πέθανε στην Αμβέρσα στις 30 Μαΐου 1640. Ο Άντον Βαν Ντάικ (1599-1641), ο μεγαλύτερος ζωγράφος της σχολής του Ρούμπενς, παρουσιάζει κομψότερες μορφές. Ολότελα διαφορετική όμως ερμηνεία στη σχολή του Ρούμπενς δίνει ο Γιάκομπ Γιόρνταανς (1593-1678), που κινείται ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα. Αξιόλογοι ζωγράφοι του 17ου αι. ήταν επίσης οι Άντριααν Μπρόουερ (1605-1638), Γιαν Σίμπερεχτς (1627-1703), Γιαν Φέιτ (1611-1661) και Φρανς Σνέιντερς (1579-1657).Στην αρχή του 16ου αι. ανεγείρονται στην Αμβέρσα, στις Βρυξέλλες, στη Γάνδη και στη Ναμίρ θαυμάσιες εκκλησίες, έργα των Ζακ Φρανκάρ από τις Βρυξέλλες, Βενσεσλάο Κόμπεργκερ, Φρανσουά Ογκιγιόν και Πέτερ Χέισενς. Η διάσημη Grande Ρlace, η κεντρική πλατεία των Βρυξελλών, δίνει εξάλλου ένα λαμπρό παράδειγμα κοσμικής αρχιτεκτονικής. Την εποχή αυτή είναι χαρακτηριστική η επίδραση της ζωγραφικής στη γλυπτική, ενώ ακμάζουν διάσημες οικογένειες γλυπτών: οι Νόλε, οι Κελίνους, από τους οποίους διασημότερος ήταν ο Άρτους (1609-68) που διακόσμησε το δημαρχείο του Άμστερνταμ, οι Ντικενουά, από τους οποίους ξεχώρισαν ο Ζερόμ (; – 1641) και ο γιος του Φρανσουά (1594-1643). Τον 17ο αι. τελειώνει η φλαμανδική τέχνη. Ξεχωρίζουν όμως την εποχή αυτή οι γλύπτες Μίχελ Βέρβοορτ (1667-1737) και η οικογένεια Γκίλις της Αμβέρσας. Ο Λαμπέρ Γκοντεσάρλ (1750-1835) είναι ο πρώτος καλλιτέχνης που εμπνέεται από τον νεοκλασικισμό. Η μεγάλη σχολή της Αμβέρσας ξεπέφτει τον 18ο αι. στον επαρχιωτισμό και οι καλλιτέχνες της εμφανίζονται να στερούνται έμπνευσης.
Η τέχνη από τον 19ο αι. μέχρι σήμερα. Στα τελευταία χρόνια του 19ου αι. οι αρχιτεκτονικές φόρμες αναπτύχθηκαν χάρη στα καινούργια υλικά της δομικής τέχνης, το γυαλί και το σίδερο, που έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη νέα αρχιτεκτονική. Η χαρακτηριστικότερη εκδήλωση της τεχνοτροπίας αυτής ονομάστηκε Αrt Νouveau (αρτ νουβό, δηλαδή νέα τέχνη) και κυριότεροι εκπρόσωποί της ήταν οι Βικτόρ Ορτά (1861-1947) και Χένρι Βαν ντε Βέλντε (1863-1957). Ανάμεσα στους τελευταίους γλύπτες της νεοκλασικής γενιάς ξεχωρίζει ο Βίλεμ Γκέεφς (1805-83). Όταν ο Γάλλος ζωγράφος Νταβίντ εξορίστηκε στις Βρυξέλλες (όπου πέθανε το 1825), συγκέντρωσε γύρω του τους γνωστότερους εκπροσώπους του τοπικού νεοκλασικισμού από τους οποίους ξεχώριζε ο Φρανσουά Ναβέ (1787-1869). Το σημαντικότερο όμως γεγονός του δεύτερου μισού του 19ου αι. είναι η καλλιτεχνική κίνηση Αrt Libre (Ελεύθερη Τέχνη, από τον τίτλο ενός περιοδικού που κυκλοφόρησε το 1871 με τον τίτλο αυτό). Μέσα στην κίνηση αυτή αναδείχτηκε η πιο δυνατή προσωπικότητα της εποχής, ο Κονσταντέν Μενιέ (1831-1905), του οποίου η ζωγραφική έχει άμεση σχέση με εκείνη του Σαρλ ντε Γκρου (1825-1870). Αξιόλογος καλλιτέχνης της εποχής ήταν και ο Ρικ Βόουτερς (1882-1916). Με τον Τζέιμς Ένσορ (1860-1949) η βελγική ζωγραφική μοιάζει να επανέρχεται σε πιο παραδοσιακές εκφράσεις.
Από τους νεότερους καλλιτέχνες της χώρας ξεχωρίζουν οι Κόνσταντ Πέρμεκε (1886-1951), Ρενέ Μαγκρίτ (1898-1967) και Πολ Ντελβό (1897-1994), που εκφράζουν τον βελγικό υπερρεαλισμό.Η γλυπτική στα νεότερα χρόνια γνώρισε μια σημαντική ανάπτυξη με υπερρεαλιστικές τάσεις από τους Βικ Ζαντίγ και Ρενχού. Στη ζωγραφική πάλι, κυριαρχεί μια εξπρεσιονιστική σχολή που άνθησε τόσο στη Δανία όσο στο Β. και στην Ολλανδία (η κίνηση CoBrA, από τα αρχικά των τριών πρωτευουσών) και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη δύναμη των χρωμάτων. Εκπρόσωποι της σχολής αυτής είναι οι Μορίς Βιζκαέρ και κυρίως ο Πιερ Αλεσίνσκι.Και οι δύο εθνικές ομάδες της χώρας έχουν μια κοινή –με τις αναπόφευκτες ποικιλομορφίες της– ρωμαλέα παράδοση λαϊκού θεάτρου, που οι καταβολές της βρίσκονται στον Μεσαίωνα. Ακόμα, μεγάλη διάδοση στο Β. έχει και το θέατρο μαριονέτας. Αναφορικά με το επί σκηνής θέατρο, στις βαλονικές επαρχίες οι συνηθισμένες μορφές του μεσαιωνικού δράματος, ιερού και λαϊκού, οδήγησαν στις επεξεργασμένες θρησκευτικές παραστάσεις της αυλής των δουκών της Βουργουνδίας. Αντίθετα, από τον 17ο αι. μέχρι τον 19ο, θεατρικές παραστάσεις έδιναν μόνο οι γαλλικοί θίασοι ή οι μαθητές των ιησουιτικων κολεγίων. Στη φλαμανδική περιοχή το θέατρο είχε παιδαγωγικό και διδακτικό χαρακτήρα μέχρι τον 16ο αι. Μετά την απόσπαση από την Ολλανδία εμφανίστηκαν τα πρώτα μόνιμα θέατρα (στη Γάνδη το 1847, στην Αμβέρσα το 1853). Από τη στιγμή που το Εθνικό Θέατρο του Β. μπόρεσε να αποκτήσει μεγαλοπρεπή έδρα στις Βρυξέλλες, η θεατρική δραστηριότητα των δύο εθνικών ομάδων δέχτηκε νέα ώθηση. Το Νational Τoneel, δεύτερο επίσημο θέατρο, προσπαθούσε να προωθήσει τη συγγραφή έργων στη φλαμανδική γλώσσα. Ξεκινώντας από τον Μορίς Μέτερλινκ, τον Φερνάν Κρομελίνκ και τον Μισέλ ντε Γκελντερόντ, εγγράφονται στην ομάδα γαλλικής γλώσσας οι κωμωδιογράφοι Ερμάν Κλοσόν, Ζορζ Σιόν, Ζαν Μοζέν, Σαρλ Μπερτέν, Κλοντ Σπαάκ, Ντενί Μαριόν, Αλοΐς ντε Μποκ και Αντρέ Λακούρ. Στη φλαμανδική ομάδα, εμπνεόμενη εν μέρει από το παλιό λειτουργικό θέατρο, συμμετέχουν, εκτός από τον Άντον ντε Βέλντε, ο Χούγκο Κλάους, ο Χέρβιγκ Χένσεν, ο Γιόχαν Ντεν, ο Γιόζεφ Βαν Χουκ και ο Τονς Μπρέλιν.Το Β. στάθηκε μία από τις χώρες-σκαπανείς του κινηματογράφου. Ο Ζ.Α.Φ. Πλατό, εφευρέτης του Φαντασκόπ (1832), και άλλοι γνωστοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί ήταν βελγικής καταγωγής, αν και εργάστηκαν στη Γαλλία. Συγχρόνως, πολλοί Γάλλοι εργάστηκαν στο Β., ξεκινώντας από τον Αλφρέ Μασέν. Μια εθνική κινηματογραφική κουλτούρα άνθησε στη δεκαετία 1930-40, χάρη στην οπτική σχολή σκηνοθετών όπως ο Ανρί Στορκ και ο Σαρλ Ντεκεκελέρ, ο Αντρέ Κοβέν και ο Πολ Εζαέρτς.
Ο Σαρλ Ντεκεκελέρ δείχνει μια οξύτατη απέχθεια για τη διήγηση και προτιμά τα ερεθίσματα που δίνονται από τις ρεαλιστικές εικόνες. Η προσωπικότητα του Ανρί Στορκ είναι ακόμα πιο περίπλοκη. Γύρισε διαδοχικά μερικά ενδιαφέροντα έργα πάνω στις αδυ ναμίες, τις μικροδιαστροφές και τις αθλιότητες του ανθρώπου. Έφτασε στα θέματα μεγάλου μήκους μόλις το 1951, με το Γεύμα απατεώνων (Le banquet des fraudeurs), που σκηνοθετήθηκε από τον Σαρλ Σπαάκ και ερμηνεύτηκε από τον Φρανσουά Ροζέ, Βέλγοι και οι δύο. Αργότερα εμφανίζεται ο Αντρέ Ντελβό και ο Φλαμανδός Ρόλαντ Βερχάβερτ. Ο βελγικός κινηματογράφος αρχίζει να επιβάλλεται στις δεκαετίες του 1960 και 1970, με ταινίες όπως το Πέταξε κιόλας το λεπτό λουλούδι (Deja s’ envole la fleur maigre, 1960) του Πολ Μεγιέρ, που καταγράφει την άθλια ζωή των μεταναστών, Την Πέμπτη θα τραγουδάμε όπως την Κυριακή (Jeudi on chantera comme Dimanche, 1967) του Λικ ντε Όις, γύρω από τα καθημερινά προβλήματα των εργατών κ.ά. Όμως, ο σκηνοθέτης εκείνος που ξεχωρίζει περισσότερο είναι ο Αντρέ Ντελβό, φιλόσοφος και πιανίστας (ξεκίνησε συνοδεύοντας στο πιάνο τις βουβές ταινίες που προέβαλε η Ταινιοθήκη του Β.), ο οποίος γυρίζει ταινίες εικαστικά συναρπαστικές, θυμίζοντας πίνακες ζωγραφικής: Ο άνθρωπος με το ξυρισμένο κεφάλι (L’ homme au crane rase, 1966), εντελώς προσωπική ταινία που αγγίζει τα όρια του φανταστικού, Ένα βράδυ, ένα τρένο (Un soir, un train, 1968), εξαιρετική ταινία που συνδυάζει το φανταστικό με το πραγματικό για να μας μιλήσει για τη δύναμη των αισθημάτων, Ραντεβού στο Μπρε (Rendez-vous à Βray, 1971), ένα είδος ποιήματος που συνδυάζει το όνειρο με τον ερωτισμό, Μπελ (Βelle, 1973), οπτικό ποίημα όπου η πραγματικότητα συγχέεται με το όνειρο και τη φαντασία, Μπενβενούτα (Βenvenuta, 1983), ταινία στο πνεύμα του γερμανικού ρομαντισμού, Έργο στο σκοτάδι (L’ oeuvre au noir, 1988), έκκληση για την ελευθερία του πνεύματος, με φόντο την περίοδο της Ιεράς Εξέτασης, κ.ά.
Άλλοι σκηνοθέτες που κάνουν την εμφάνισή τους αυτή την περίοδο είναι η Σαντάλ Άκερμαν (Ηotel Μonterey, 1972, Je, tu, il, elle, 1974, Jeanne Dielman, 23 quai du Commerce, 108 Βruxelles, 1975, Les rendez-vous d’ Αnna, 1978 κ.ά.) και ο Χάρι Κούμελ (Μonsieur Ηawarden, 1968, Les levres rouges, 1970, Μalpertuis, 1972). Από τους νεότερους, αναφέρουμε τους Αντρέ Καβένς, Ρομπ ντ’ Ερτ, Τιερί Ζενό, Μορίς Ραμπίνοβιτς, Κρις Βερμόρκχεν, Ανίκ Λερουά, Μαρί Ιμενέζ, Ζεράρ Κορμπιό και, πιο πρόσφατα, τον Γιακό Βαν Ντορμαέλ, δημιουργό της ποιητικής, διανθισμένης με υπερρεαλιστικές εικόνες ταινίας Τοτό, ο ήρωας (Τoto, le heros, 1991). Παρότι τα τελευταία χρόνια οι ταινίες γυρίζονται με μεγαλύτερη δυσκολία, οι Βέλγοι κινηματογραφιστές καταφέρνουν να γυρίσουν τις ταινίες τους χάρη σε συμπαραγωγές με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σημειώνουμε ακόμη πως στο Β. αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα το ντοκιμαντέρ, ο πειραματικός κινηματογράφος (χάρη στη δημιουργία, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, του πειραματικού φεστιβάλ του Κnokke-Le-Ζoute) και οι ταινίες κινουμένων σχεδίων. Ανάμεσα στις ταινίες που έχει προσφέρει το τελευταίο αυτό είδος είναι και οι γνωστές σειρές του Αστερίξ, του Λούκι Λουκ και του Τεν-Τεν, καθώς και οι ταινίες μεγάλου μήκους του Πίσα (Ταρζούν, η ντροπή της ζούγκλας κ.ά.).Στην περίοδο του γαλλο-φλαμανδικού πολιτισμού (15ος-16ος αι.) δεν μπορούμε ακόμα να μιλάμε για βελγική εθνική μουσική. Η αυξανόμενη φήμη των Φλαμανδών συνθετών που βρίσκονταν στη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία παρακίνησε αρκετούς μουσικούς να μεταφερθούν στις αυλές της Αμβέρσας και των Βρυξελλών, σημαντικό μουσικό κέντρο από τις αρχές κιόλας του 15ου αι. Στη φήμη της μεγάλης φλαμανδικής σχολής προστέθηκε αργότερα και η φήμη της Ακαδημίας Μουσικής που προσέλκυσε κι αυτή αρκετούς μουσικούς από διάφορα μέρη της Ευρώπης.
Η λαϊκή και θεατρική μουσική, αντίθετα, επηρεάστηκε από την ιταλική μέχρι τις αρχές του 19ου αι. Η επίδραση αυτή υπάρχει ακόμα και στον αντιπροσωπευτικότερο Βέλγο μουσικό του 18ου αι., τον Μοντέστ Γκρετρί (1741-1813). Η παράδοση κύρους της βελγικής σχολής ενισχύθηκε έπειτα από τον Σεζάρ Φρανκ (1822-90).
Οι ιστορικές και πολιτικές διαδικασίες που οδήγησαν στην κήρυξη της ανεξαρτησίας του Β. επηρέασαν και τη μουσική κουλτούρα, προσανατολισμένη προπάντων στο έργο του Πέτερ Μπενουά (1834-1901), προς τις εθνικολαϊκές προοπτικές. Οι πολλαπλές ευρωπαϊκές εμπειρίες βρήκαν απήχηση στην παραγωγή του Εντγκάρ Τινέλ (1854-1912) και του Γιόζεφ Γιόνγκεν (1873-1953). Το έργο του Εζέν Ιζέ, διάσημου μουσικολόγου, παραμένει ένα από τα βασικότερα.
Τον 20ό αι. η μουσική εισάγεται στην πανεπιστημιακή διδασκαλία, ιδρύονται νέες σχολές και αναπτύσσεται ο σύνδεσμος Ρro Μusica Αntiqua, που ιδρύθηκε από τον μαέστρο Σάφορντ Καπ. Ανάμεσα στους σημαντικότερους συνθέτες των τελευταίων αυτών χρόνων θυμίζουμε προπάντων τον Ζαν Αμπσίλ και τον Αντρέ Σουρί καθώς και τους μεταγενέστερους Μαρσέλ Κινέ, Καμίγ Σμιτ και Ανρί Πουσέρ. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αι. το Β. έγινε έδρα πολλών πειραματικών μουσικών της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής και από τις συναντήσεις της αβάν-γκαρντ με πιο γήινες μουσικές μορφές ξεπήδησαν ιδιαίτερα γόνιμα αποτελέσματα.Η συμβολή του Β. στην ανάπτυξη της γνώσης δεν είναι τόσο σημαντική όπως εκείνη της Ολλανδίας. Οχυρό του ισπανικού ιμπεριαλισμού, έδρα βίαιων συγκρούσεων, το Β. δεν προσφέρθηκε για την επιστημονική έρευνα κατά τον 16ο και τον 17ο αι. Είναι αλήθεια πως άκμασαν ορισμένα πανεπιστήμια και προπάντων της Λουβέν, αλλά κι αυτό χωρίς σημαντική λάμψη. Δύο μάλιστα επιστήμονες μεγάλης αξίας, που κατάγονταν από τη Φλάνδρα, ο Βεσάλιος (Βεσάλ) και ο Στέβιν, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να ζήσουν ο ένας στην Ιταλία και ο άλλος στην Ολλανδία. Η βελγική προσφορά στην επιστήμη συνδέεται με τα πρόσφατα χρόνια και με την οικονομική άνθηση της χώρας. Ανάμεσα στους Φλαμανδούς επιστήμονες πρέπει να αναφέρουμε τον μαθηματικό Ρομάνους (Βαν Ρόομεν), τον μεγάλο ανατόμο Βεσάλιο και τον επίγονό του Σπιγγέλιο.
Ο μαθηματικός Άντριααν Βαν Ρόομεν γεννήθηκε στη Λουβέν το 1561, όπου και δίδαξε. Ο Στέβιν, που γεννήθηκε στην Μπριζ το 1548, έλυσε τα προβλήματα της στατικής του κεκλιμένου επιπέδου και της σύνθεσης των δυνάμεων. Συνέχισε το έργο του Αρχιμήδη στην υδροστατική και προηγήθηκε κάπως του Πασκάλ. Ο Βεσάλιος, που γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1514, εγκαινίασε νέους δρόμους στην ανατομία. Άρχισε τις σπουδές του στη Λουβέν και τις συνέχισε στο Παρίσι, με δασκάλους όπως ο Σίλβιος και ο Γκίντερ ντε Άντερναχ. Στη Βασιλεία, δημοσίευσε το περίφημο έργο του Περί της κατασκευής του ανθρωπίνου σώματος, βιβλία επτά (De humani corporis fabrica libri septem).
Στις Βρυξέλλες γεννήθηκε ένας άλλος διάσημος γιατρός, ο Βαν Χέλμοντ, που συνέβαλε στην ανάπτυξη της ιστοχημείας. Το κυριότερο έργο του, Ανάπτυξη της ιατρικής (Dévelopement de la médecine) δημοσιεύτηκε το 1648, μετά τον θάνατό του. Ανάμεσα στους μεταγενέστερους επιστήμονες πρέπει να αναφερθεί ο βιολόγος Ε. Βαν Μπένεντεν. Με δύο βραβεία Νόμπελ, στη φυσιολογία και την ιατρική, έχουν τιμηθεί Βέλγοι επιστήμονες. Το πρώτο (1919) έλαβε ο Ζιλ Μπορντέ, γνωστός για τις μελέτες του στην ανοσολογία, και το δεύτερο ο Χέιμανς, το 1939, για τις ανακαλύψεις του σχετικά με τις ανακλαστικές αναπνευστικές ρυθμίσεις. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί και το έργο του αβά Λεμέτρ, που διατύπωσε τη θεωρία για την προέλευση του σύμπαντος. Το Β. είναι η χώρα της μεσαίας τάξης. Όποιος δεν ανήκει σε αυτήν, την έχει ως πρότυπο για τον δικό του τρόπο ζωής. Προκύπτει από αυτό ότι στο Β. εκτιμώνται πολύ οι αστικές αρετές: η λογική, η σοβαρότητα στην εργασία, η αγάπη για την οικογένεια, η τιμιότητα στις συναλλαγές. Το μέσο μορφωτικό επίπεδο είναι αξιόλογο, αλλά ο μέσος Βέλγος, μολονότι συχνάζει στα θέατρα, στις αίθουσες συναυλιών ή στις διαλέξεις, δεν είναι διανοούμενος. Βασικά, είναι στενά δεμένος με τις ανέσεις του: με το σπίτι πριν απ’ όλα, που το προτιμά μικρό, αλλά με έναν μικρό κήπο, και αρνείται και αποστρέφεται τα διαμερίσματα πολυκατοικίας. «Μon fauteuil, mon bifteck» («Η πολυθρόνα μου, το μπιφτέκι μου»), η ρήση αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ιδανικού του μέσου Βέλγου.
Κα όμως, οι Βέλγοι δεν χαρακτηρίζονται από στείρο ατομικισμό. Απέναντι στην ολότητα, ο μέσος Βέλγος εμπνέεται και δρα από ένα ένστικτο που χαρακτηρίστηκε associationnisme. Οι διάφορες οργανώσεις και σωματεία είναι, όπως λέγεται, πάνω από 500 μόνο στις Βρυξέλλες. Πρόκειται σχεδόν πάντοτε για μικρές ενώσεις, επειδή ο Βέλγος, μολονότι αισθάνεται άνεση να ανήκει σε μια ομάδα της εκλογής του, δεν θέλει και να απορροφάται μέσα σε έναν πολύ ευρύ κύκλο. Η ακατανίκητη ροπή των Βέλγων προς την οργανωμένη ζωή φαίνεται στα παιχνίδια και στις διασκεδάσεις με τις οποίες γεμίζουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Μεσαιωνικά κατάλοιπα θα βρούμε στις πολυάριθμες ενώσεις (gilde στα φλαμανδικά, serments στα βαλονικά) σκοπευτών με το τόξο και τη βαλλίστρα. Η ζωοφιλία είναι πολύ διαδεδομένη και ιδιαίτερα συνηθίζεται η ερασιτεχνική εκτροφή των ταχυδρομικών περιστεριών. Ο kijker, ο εκτροφέας περιστεριών, είναι μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία στις πόλεις και στα χωριά του Β. Πολύ διαδεδομένα είναι και τα παιχνίδια με την μπάλα, συμπεριλαμβανομένου και του ποδοσφαίρου, καθώς και η ποδηλατοδρομία. Από τα λαϊκά θεάματα, οι μαριονέτες ξεσηκώνουν ακόμα τον ενθουσιασμό, και όχι μονάχα των παιδιών.
Φλαμανδοί και Βαλόνοι. Αυτό είναι το πρόβλημα που βασανίζει σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, το βελγικό έθνος. Η διαφορά στη γλώσσα δεν είναι η μοναδική ανάμεσά τους. Οι Φλαμανδοί είναι μάλλον ψηλοί, δολιχοκέφαλοι, γεροδεμένοι, ξανθοί· οι Βαλόνοι έχουν σκούρο δέρμα και μαλλιά, είναι πιο κοντοί, εύρωστοι. Ο Φλαμανδός είναι πιο σοβαρός, πιο εσωστρεφής, σχεδόν μυστικιστής, αλλά πιο αισθησιακός, κάποτε θορυβώδης, όχι όμως πολύ ομιλητικός. Ο Βαλόνος είναι πιο επιφανειακός, αντιπολιτευόμενος, ζωηρός και επιθετικός, πιο ομιλητικός, πιο πονηρός, λιγάκι καυχησιάρης και περισσότερο πεισματάρης παρά επίμονος. Ο χαρακτήρας των δύο κοινοτήτων καθρεφτίζεται και στις γιορτές, θρησκευτικές ή κοσμικές. Οι εκδηλώσεις των Φλαμανδών φανερώνουν περισσότερη μυστικοπάθεια. Μερικές μάλιστα εμπνέονται από προχριστιανικές κελτικές λατρείες, που τα ίχνη τους έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα.
Απόγονοι εκείνων των Κελτών της βελγικής Γαλατίας που αφομοίωσαν πιο βαθιά τον πολιτισμό της Ρώμης, οι Βαλόνοι έχουν απέναντι στη θρησκεία μια στάση λιγότερο αδιάλλακτη από τους Φλαμανδούς. Οι θρησκευτικές λιτανείες έχουν συχνά χαριτωμένα λαογραφικά στοιχεία. Είναι η περίπτωση της πόλης Μονς με το Ντουντού, το χαριτωμένο και λιγάκι αστείο ρεφρέν που ακούγεται κατά τη λιτανεία του Σεν Βοντρί. Ο Ντουντού είναι ένας φρικτός δράκος, που η τεντωμένη και μήκους αρκετών μέτρων ουρά του σαρώνει τον κόσμο μέσα σε γέλια, πειράγματα και σπρωξιές, ενώ η μουσική παίζει τον σκοπό του Ντουντού, που είναι ίσως πιο αγαπητός στους κατοίκους της Μονς ακόμα κι από τον ίδιο τον εθνικό ύμνο. Έπειτα, έρχεται ο Άη-Γιώργης που, σύμφωνα με την παράδοση, κανονίζει τους λογαριασμούς του με τον Ντουντού, ύστερα από σκληρή πάλη. Είναι επίσης οι λιτανείες ή προσκυνήματα που δίνουν την αφορμή σε παράτες και ιππηλασίες. Στο Αντρ-Σαμπρ-ε-Μεζ, ιδιαίτερα, γίνονται πολύ θεαματικές με μια συνοδεία, ντυμένη με στρατιωτικές στολές όλων των εποχών, από τους ζουάβους έως τους σκαπανείς της αυτοκρατορίας, από τους επαναστάτες του 1830 έως τους γρεναδιέρους της Δημοκρατίας. Είναι μια ηρωικο-κωμική παράτα που ακολουθεί, χιλιόμετρα ολόκληρα, στην εξοχή τα λείψανα των αγίων, και το έθιμο, όπως φαίνεται, ανάγεται στον 11ο αι., σε μια εποχή που οι λιτανείες δέχονταν κάποτε ληστρικές επιθέσεις και η ένοπλη συνοδεία ήταν απαραίτητη. Όσο για τις ιππηλασίες, ίσως γίνονταν για να ευλογήσουν τα ζώα οι άγιοι προστάτες των κτηνών.
Βαλόνος ή Φλαμανδός, ο Βέλγος είναι πάντοτε πολύ ευαίσθητος στις χαρές του τραπεζιού, στρωμένου με όλα τα καλά, και στο ποτό, που συνοδεύει την παρέα. Αναφέρουμε την περίπτωση μιας πρωτότυπης γιορτής, παγανιστικής προέλευσης, που γίνεται την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής στη φλαμανδική κωμόπολη Γκέρααρντσμπεργκεν όπου συνηθίζεται η ρίψη χιλιάδων γλυκών. Μια περίεργη τελετή διασώζεται κάθε Πρωτομαγιά στο Ρισόν, ένα χωριό κοντά στην Τονγκρ. Εδώ η θρησκευτική πομπή προς τιμήν του Σεν Εβερμάρ καταλήγει σε ένα παιχνίδι που η καταγωγή του ανάγεται στον πιο μακρινό Μεσαίωνα: πρόκειται για ένα αστείο κυνηγητό του ανθρώπου ανάμεσα σε ανθισμένα δέντρα, που θυμίζει τον φόνο αγίου και των συντρόφων του που έγινε το 969 από τον ληστή Χάκο. Έπειτα, θα ξαναβρεθούν όλοι, ληστές και καταδιωκόμενοι, κεφάτοι γύρω από τα μπουκάλια της μπίρας.
Κανείς δεν μπορεί να συναγωνιστεί τους Gilles της Μπενς, μιας μικρής πόλης στην καρδιά της Μπορινάζ, της μεταλλευτικής ζώνης ανάμεσα στη Μονς και τη Σαρλερουά. Η φήμη τους έχει ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας: τα γιγαντιαία λοφία τους κυριαρχούν στο βελγικό καρναβάλι. Οι φιγούρες αυτές είναι κάτι παραπάνω από μια παραδοσιακή μάσκα: η καταγωγή συνδέεται με την εποχή των γεωγραφικών ανακαλύψεων. Η Μαρία της Ουγγαρίας, αδελφή του Καρόλου Ε’, είχε την αυλή της στην Μπενς, όπου είχε χτίσει έναν λαμπρό πύργο. Εκεί έδωσε μια μεγαλοπρεπή γιορτή προς τιμήν του ανιψιού της Φιλίππου Β’ (1549). Με την ευκαιρία εκείνη, οι αυλικοί μεταμφιέστηκαν σε πρίγκιπες των Ίνκας, όπως τους φαντάζονταν αυτοί, και στόλισαν το κεφάλι τους με φτερά στρουθοκαμήλου, τόσο ψηλά που «άγγιζαν τον ουρανό», όπως έγραψε κατά λέξη ο λεγάτος του πάπα, στην αναφορά που του έστειλε για το γεγονός. Και σήμερα ακόμα, το μεγάλο ατού στο κοστούμι των Gilles, ανάμνηση εκείνης της γιορτής, είναι ένα λοφίο με φτερά στρουθοκαμήλου, περισσότερο από ένα μέτρο σε ύψος και πανάκριβο.Γαστρονομικές σπεσιαλιτέ του Β. είναι το ψητό α λα φλαμαντέζ (βοδινό κρέας ψητό της κατσαρόλας με ειδική σάλτσα και μουστάρδα), το βατερζόιε (βραστό κοτόπουλο με κρέμα), τα θαλασσινά στις Βρυξέλλες και τις ακτές (μουλ), καθώς και τα περίφημα στρείδια της Οστάνδης, χέλια με πράσινη σάλτσα (ανγκιγί αν βερ), κουνέλι με σάλτσα δαμάσκηνα και τα ζαμπόν των Αρδενών. Πάρα πολλά και ποικίλα είναι τα γλυκίσματα.Οι πιο ενδεδειγμένες εποχές για το ταξίδι αυτό είναι η άνοιξη και το καλοκαίρι (από τον Μάιο μέχρι όλο τον Σεπτέμβριο). Ο χειμώνας, αντίθετα, γκρίζος, βροχερός, χωρίς χρώματα, δεν είναι κατάλληλος. Οι ακρογιαλιές της Βόρειας θάλασσας είναι πολυσύχναστες στα μέσα του καλοκαιριού, ιδιαίτερα από Άγγλους τουρίστες, ενώ οι λόφοι και τα δάση των Αρδενών προσφέρουν την εποχή αυτή την καλύτερη στιγμή τους. Δύο εβδομάδες είναι αρκετές για μια επίσκεψη στις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις και τοποθεσίες της χώρας.
Η είσοδος στη χώρα. Το πιο κατάλληλο μέσο για να φτάσει κανείς και να επισκεφθεί τη χώρα είναι το αυτοκίνητο. Μπορεί όμως να πάει και με τρένο, ιδιαίτερα αν περιοριστεί να επισκεφθεί τα μεγάλα κέντρα. Η μίσθωση αυτοκινήτου στις Βρυξέλλες είναι μια άλλη λύση για όποιον θέλει να φτάσει στη χώρα με αεροπλάνο ή με τρένο. Από την Αθήνα υπάρχει καθημερινή απευθείας αεροπορική σύνδεση με τις Βρυξέλλες (διάρκεια πτήσης περίπου τρεις ώρες). Επίσης, ανάλογη σύνδεση υπάρχει και από τη Θεσσαλονίκη, όμως μέσω Φρανκφούρτης ή Μονάχου. Για όποιον χρησιμοποιήσει το τρένο, το δρομολόγιο είναι: Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Βελιγράδι – Ρόζενμπαχ – Σάλτσμπουργκ – Μόναχο – Άαχεν – Λιέγη – Βρυξέλλες. Οδικώς, με πούλμαν ή ιδιωτικό αυτοκίνητο, το ταξίδι για τις Βρυξέλλες διαρκεί τρεις μέρες, ακολουθώντας την εξής διαδρομή: Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Βελιγράδι – Βενετία – Μιλάνο – Γενεύη – Παρίσι – Βρυξέλλες, ή μέσω Γιουγκοσλαβίας – Αυστρίας – Γερμανίας· είναι γνωστή βεβαίως και η διαδρομή μέσω Πατρών και από εκεί με φέρι-μποτ στην Ιταλία κλπ.
Μεγάλο μέρος του Β., τουλάχιστον το βορειοδυτικό τμήμα, μπορεί να το επισκεφθεί κανείς έχοντας ως βάση τις Βρυξέλλες και ταξιδεύοντας είτε με αυτοκίνητο είτε με τρένο. Οι αποστάσεις είναι μικρές και η συχνότητα των τρένων είναι τέτοια ώστε κάνει τις συγκοινωνίες μεταξύ Βρυξελλών και γειτονικών πόλεων όμοιες σχεδόν με τα δρομολόγια ενός μετρό. Οι συγκοινωνίες είναι χωρίς αμφιβολία καλές και διεξάγονται με ταχύτητα (μονάχα στη λουξεμβουργική επαρχία οι δρόμοι, όλοι σε λοφώδεις περιοχές, είναι κάπως πιο δύσκολοι). Υπάρχουν επίσης και πούλμαν με όλες τις ανέσεις.
Δρομολόγια. Ένα ταξίδι στο Β. προσφέρει στον επισκέπτη το θέαμα ενός πολύμορφου τοπίου: των λουτροπόλεων της Βόρειας θάλασσας που βρίσκονται κατά μήκος της λεγόμενης Βασιλικής Οδού (ιδιαίτερα η Οστάνδη και η Μπλάνκενμπεργκε), των δασών και των κοιλάδων των Αρδενών και του Λουξεμβούργου με τα σπήλαια της Χαν και την κοιλάδα του Ουρτ, της μεταλλευτικής και βιομηχανικής περιοχής που, από τη Μονς και τη Σαρλερουά έως τη Ναμίρ, φτάνει μέχρι τη Λιέγη και όπου ένα δάσος από καμινάδες και αποθήκες κάρβουνου την κάνει μια από τις πιο εκβιομηχανισμένες περιοχές όλης της Ευρώπης.
Εκτός από τη δυνατότητα επίσκεψης μεγάλου μέρους του Β. με βάση τις Βρυξέλλες, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, δίνουμε εδώ ένα κυκλικό δρομολόγιο, που μπορεί να αρχίσει είτε στις Βρυξέλλες είτε στη Λιέγη, αφού φτάσει κανείς εκεί με το τρένο, αλλά με αφετηρία τη Λιέγη και τερματισμό στην Τουρνέ, γι’ αυτόν που θα ήθελε να επιστρέψει ύστερα μέσω Λιλ και Παρισιού: από τις Βρυξέλλες στη Μαλίν – Αμβέρσα – Γάνδη – Μπριζ – Οστάνδη – Φιρν – Ιπρ – Τουρνέ – Μονς – Ναμίρ (με απόκλιση στην Ντινάν κατά μήκος του Μόσα και ενδεχομένως στα σπήλαια της Χαν) – Λιέγη – Λουβέν – Βρυξέλλες. Στο δρομολόγιο αυτό, που μπορεί να διαρκέσει δέκα μέρες ή και λίγο περισσότερο, μπορεί να δει κανείς σχεδόν όλες τις πλευρές του Β.: τις καλλιτεχνικές πόλεις, τα παράκτια αστικά κέντρα, τις βιομηχανικές και μεταλλευτικές περιοχές και τα ρομαντικά τοπία των Αρδενών και κατά μήκος του Μόσα (που μπορεί να τον διασχίσει με σκάφος). Από το Β. μπορεί εύκολα να φτάσει, εκτός από το Λουξεμβούργο, στην Ολλανδία, πηγαίνοντας από τις Βρυξέλλες έως την Οστάνδη. Από εκεί, μπορεί να πάει στη Ζέελαντ και ύστερα στο Ρότερνταμ.
Αξιοθέατα. Οι Βρυξέλλες αναδίδουν την έλξη όχι μόνο μιας γεμάτης κίνηση και μεγάλης πόλης αλλά και ενός οικονομικού και πολιτιστικού κέντρου πρωταρχικής σπουδαιότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα παλιά κτίρια γύρω από τη Μεγάλη Πλατεία, ο καθεδρικός ναός και το Μουσείο Αρχαίας Τέχνης κάνουν ενδιαφέρουσα την επίσκεψη και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Αλλά στο επίπεδο της τέχνης η Μπριζ και η Γάνδη είναι τα δύο σπουδαιότερα κέντρα του Β., που κανείς τουρίστας δεν μπορεί να μην επισκεφθεί τα μνημεία, τα μουσεία και τις γραφικές συνοικίες τους. Και η Αμβέρσα όμως, εκτός από το μεγάλο λιμάνι της, έχει σπουδαία μουσεία και τον μεγαλύτερο γοτθικό καθεδρικό ναό του Β., ενώ η Τουρνέ θεωρείται η πιο επιβλητική και η πιο ωραία. Η Φιρν (πλατεία της αγοράς), η Ιπρ (Αγορά), η Λουβέν (δημαρχείο) και η Μαλίν (καθεδρικός ναός), είναι επίσης κέντρα τέχνης, αλλά εκτός από αυτές, σχεδόν κάθε πολίχνη, ιδιαίτερα στη Φλάνδρα και τη Βραβάντη, έχει τα μνημεία της που ελκύουν αυτόν που διασχίζει τη χώρα με αυτοκίνητο. Στη βαλονική περιοχή, η Μονς, η Ναμίρ και προπάντων η Λιέγη, εκτός από τα παλαιά μνημεία, δείχνουν την άλλη όψη του Β., την οικονομική και τη βιομηχανική. Σε μικρή απόσταση από τη Λιέγη βρίσκεται η Σπα, η ιστορική περίφημη λουτρόπολη, πολυσύχναστη από τον 18ο αι.
Ξενοδοχειακές μονάδες. Το ιστορικό, καλλιτεχνικό, αλλά και οικονομικό (λόγω της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ενδιαφέρον του Β. ελκύει πολλούς τουρίστες. Η ξενοδοχειακή οργάνωση στο Β. είναι χωρίς αμφιβολία καλή και επαρκής, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις και στις λουτροπόλεις. Ο Εθνικός Οργανισμός Τουρισμού δημοσιεύει κάθε χρόνο κατάλογο των ξενοδοχείων με διευθύνσεις, τιμές κλπ. Πολυάριθμοι είναι επίσης οι ξενώνες νεότητας με προσιτές τιμές.Διοικητικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Βρυξέλλες αποτελούν τόπο εργασίας για αρκετούς Έλληνες, υπαλλήλους της ΕΕ, οι οποίοι, από το 1980 και έπειτα, ήρθαν να προστεθούν στους οικονομικούς μετανάστες της χώρας μας από τις περασμένες δεκαετίες, δημιουργώντας μια πολυάριθμη ελληνική κοινότητα. Σύμφωνα με στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων, σήμερα ζούν στο Β. συνολικά περίπου 25.000 Έλληνες.
Βιομηχανικό τοπίο στις όχθες του Σκάλδη (φωτ. Igda).
Μεταπολεμικά, το Βέλγιο έγινε η έδρα σημαντικών διεθνών οργανισμών και, μεταξύ άλλων, του Ευρωκοινοβουλίου.
Άποψη της πεδιάδας, κοντά στο Βατερλό, τοποθεσία του Βελγίου σε απόσταση περίπου 15 χλμ. από τις Βρυξέλλες (φωτ. Ostumi).
Ο ποταμός Μόσας στο Ντινάν (φωτ. Ostumi).
Το κέντρο της πόλης Λα Ρος στις Αρδένες (φωτ. Mairani).
Η περιοχή των μεταλλείων της Μαρσινέλ στο Βέλγιο (φωτ. Titus).
Παραλία κοντά στην Oστάνδη, μία από τις σημαντικότερες πόλεις του Βελγίου (φωτ. Sef).
Άποψη της Γάνδης, φλαμανδικής πόλης ΝΔ των Βρυξελλών (φωτ. Sef).
«Η επιστροφή των πολεμιστών της Μπριζ από τη μάχη του Χρυσού Σπιρουνιού» (Κουρτρέ, 1302), τοιχογραφία του Άλμπρεχτ Ντεβρίντ (19ος αι.) (Δημαρχιακό Μέγαρο της Μπριζ· φωτ. Mairani).
Ο Φίλιππος B’ ο Αγαθός δέχεται το «Χρονικό του Ενό» του Νοκάρ (Βασιλική Βιβλιοθήκη, Βρυξέλλες).
Ο Κώδικας της Μπριζ (1474)· η μικρογραφία έχει πλούσια παράδοση στο Βέλγιο (φωτ. Mairani).
Προσωπογραφία του Λεοπόλδου Α’ της Σαξονίας-Κοβούργου-Γκότα, έργο του Βίντερχαλτερ.
«Ο προσκυνητής» του Ρ. Μαγκρίτ, εκπροσώπου του βελγικού υπερρεαλισμού· από τις συνθέσεις του δεν λείπει η ειρωνεία.
Ο Πέτερ Μπενουά θεωρείται ανανεωτής της βελγικής λαϊκής μουσικής (φωτ. Igda).
Τμήμα από την «Είσοδο του Χριστού στις Βρυξέλλες» (1888), έργο του Τζέιμς Ένσορ, στο οποίο διακρίνεται η πικρή και σατιρική διάθεση του καλλιτέχνη (Συλλογή του Καζινό, Οστάνδη· φωτ. G. Marousi).
Οι «Gilles», μεταμφιεσμένοι του καρναβαλιού, με τα επιβλητικά καπέλα και τις πρωτότυπες φορεσιές, φορτωμένοι με κουδούνια και φτερά· η φήμη τους έχει ξεπεράσει τα σύνορα του Βελγίου (φωτ Sef).
«Πορτρέτο κοριτσιού» του Πέτρους Κρίστους (Μουσείο Ντάλεμ, Βερολίνο).
Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας σε μινιατούρα του 15ου αι. Ήταν αδελφός του Γοδεφρείδου ντε Μπουγιόν με τον οποίο πήρε μέρος στην Α’ Σταυροφορία και τον διαδέχτηκε στον θρόνο της Ιερουσαλήμ το 1100. Αναδιοργάνωσε ριζικά το κράτος του και με σειρά κατακτήσεων ζήτησε να εξασφαλίσει τις διεξόδους προς τη θάλασσα και τις συγκοινωνίες με τη βόρεια Συρία (Εθνική Πινακοθήκη, Βιέννη).
Ένα από τα γνωστότερα αξιοθέατα των Βρυξελλών είναι το atomium.
Χώρα με αντικρουόμενες εθνοτικές ομάδες, το Βέλγιο αποτελεί ένα «χωνευτήρι» των γαλλο-γερμανικών αντιθέσεων.
Επίσημη ονομασία: Βασίλειο του Βελγίου Έκταση: 32.545 τ. χλμ. Πληθυσμός: 10.263.414 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βρυξέλλες (959.318 κάτ. το 2000)
Μια πεδινή γεωργική ζώνη της Βραβάντης κοντά στο Βατερλό.
Άποψη της κεντρικής περιοχής των Βρυξελλών με τη διώρυγα της Σαρλερουά. Η βελγική πρωτεύουσα, με τις πολλαπλές οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές λειτουργίες της, έχει συγκεντρώσει γύρω της ένα εκατομμύριο κατοίκους.
Ο Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν, δούκας της Κάτω Λορένης, επιβιβάζεται για τους Αγίους Τόπους· μινιατούρα από χειρόγραφο του 15ου αι. (Εθνική Βιβλιοθήκη, Βιέννη).
Άποψη της διώρυγας Αλβέρτου που, ξεκινώντας από τον Μόσα, συνδέει τη Λιέγη και την Καμπίν με το λιμάνι της Αμβέρσας. Κατασκευάστηκε μεταξύ του 1930 και του 1939 και έχει μήκος 127 χλμ. με έξι μόνο υδροφράκτες, ενώ είναι πλωτή για σκάφη 2.000 τόνων.
Μια διώρυγα κοντά στην Μπριζ στο τυπικό περιβάλλον της αξιοποιημένης ολοκληρωτικά Φλάνδρας.
«Το ζεύγος Αρνολφίνι» (1434) σε πίνακα του Γιαν Βαν Άικ (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο).
Το καμπαναριό του δημαρχείου στην Μπριζ.
Ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος Β’, κατά τη βασιλεία του οποίου η χώρα γνώρισε περίοδο ευημερίας.
Το λιμάνι Ζίμπρουγ με τη μοντέρνα κατασκευή που εξυπηρετεί άνετα μικρά και μεγάλα πλοία.
Στιγμιότυπο από μια λιτανεία στη Βέρνε (Φιρν) στη Φλάνδρα, όπου το θρησκευτικό συναίσθημα είναι πολύ ισχυρό.
Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από τη λιτανεία του Αγίου Αίματος που πραγματοποιείται στην Μπριζ.
Η μεγαλοπρέπεια χαρακτηρίζει τη λιτανεία του Αγίου Αίματος στην Μπριζ.
Πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται κάθε χρόνο στην πόλη Μπριζ του Βελγίου για να παρακολουθήσει τη λιτανεία του Αγίου Αίματος.
Πίνακας του Λανφόν που απεικονίζει ένα επεισόδιο της μάχης του Φοντενουά (Μουσείο των Βερσαλιών).
Μινιατούρα του Λουασέ Λιεντέ για το χειρόγραφο του «Ρενό ντε Μοντομπάν» γραμμένο για τον βασιλιά Φίλιππο τον Καλό (15ος αι.). Αυτό το «τραγούδι των κατορθωμάτων» (chanson de geste) γνωστό επίσης και ως «Οι τέσσερις αδελφοί Εμόν» γραμμένο στη Βραβάντη έγινε πολύ δημοφιλές μετά τον 13ο αι. Αφηγείται τις περιπέτειες τεσσάρων αδελφών που καταφέρνουν να αποφύγουν την εκδίκηση του Καρλομάγνου, του οποίου είχαν σκοτώσει τον ανιψιό σε μια συμπλοκή. Χάρη στη βοήθεια ενός μάγου και στη μεταξύ τους αλληλεγγύη, οι αδελφοί συγχωρούνται από τον Γάλλο ηγεμόνα μετά από επικές περιπέτειες.
Νυχτερινή άποψη της Grand Place στις Βρυξέλλες. Σε αυτή την πασίγνωστη κεντρική πλατεία της βελγικής πρωτεύουσας βρισκόταν η έδρα των συντεχνιών. Τα κτίρια είναι επιβλητικά και δίνουν στο χώρο μεγαλόπρεπη όψη.
«Πορτρέτο κοριτσιού» του Πέτρους Κρίστους (Μουσείο Ντάλεμ, Βερολίνο).
Ο πύργος των πριγκίπων της Λιέγης στην Μπελούιλ. Βρίσκεται μέσα σε ένα πάρκο, φροντισμένο με επιμέλεια.
Εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος στο Βέλγιο.
Σκηνή από την ταινία «Ένα βράδυ...ένα τρένο» (1968) του Αντρέ Ντελβό με πρωταγωνιστές τον Ιβ Μοντάν και την Ανούκ Εμέ. Ο σκηνοθέτης (που ασχολείται επίσης με επιτυχία με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τις εικαστικές τέχνες) μεταφέρει στη σκηνή έναν κόσμο ανάμεσα στην αλήθεια και στο όνειρο.
Το φρούριο της Γκράβενστεεν στη Γάνδη.
Dictionary of Greek. 2013.